Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Ο φετινός Ιούλιος δεν έχει καμία σχέση με τον Ιούλιο του 2011. Όλα έχουν μια φυσιολογική καθημερινότητα στο κέντρο της Αθήνας. Η πλατεία Συντάγματος είναι γεμάτη από τουρίστες που ανοίγουν τις εφαρμογές των κινητών τους για να επιλέξουν την κατεύθυνσή τους. Πόσο μακρινές είναι οι εικόνες της πλατείας όταν «φιλοξενούσε» τους Αγανακτισμένους διαδηλωτές, τις συναυλίες τους, τα πανό τους, τις σκηνές τους, τέτοιες ημέρες δεκατρία χρόνια πριν. Έπρεπε, τελικά, να υπάρξει εισαγγελική παρέμβαση στο τέλος του Ιουλίου και να επέμβουν αστυνομικές δυνάμεις για να απομακρυνθούν οι κατασκηνωτές και οι σκηνές τους από την πλατεία. Πριν φύγουν όμως φρόντισαν να αποτυπώσουν την απαξίωσή τους στο πολιτικό σύστημα και να αποδοκιμάσουν τους εκπροσώπους του.
Από τη στιγμή, όμως, που στο λεξιλόγιό τους τέθηκαν πατριωτικά κριτήρια για ένα ζήτημα δημοσιονομικής πολιτικής, οι συνέπειες ήταν προφανείς. Η μέθη των συλλαλητηρίων απέδειξε τι συμβαίνει όταν το συναίσθημα χειραγωγεί. Οι Αγανακτισμένοι του 2011 κυριαρχούνταν από θυμό. Θυμό για την Ευρώπη, θυμό για όσους την υποστήριζαν, θυμό για όσους εξευτέλισαν ένα έθνος υπερήφανων νοικοκυραίων. Η Ιστορία βρέθηκε σε κεντρική θέση στον πολιτικό λόγο και φυσικά χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό εργαλείο με προφανείς πολιτικές στοχεύσεις.
Εν προκειμένω, εκείνο που επιχειρήθηκε στον πολιτικό λόγο ήταν η μετατόπιση του προβλήματος από το μνημόνιο στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου εθνικού αφηγήματος, αξιολογώντας εθνικές συνειδήσεις που οδηγούσαν σε ταυτίσεις.
Η «ιστορικότητα» που αναζητήθηκε τότε ήταν στραμμένη επιλεκτικά αποκλειστικά και μόνο στην εθνική ιστορία, καθώς αυτή είναι που βρίσκεται σε στενή σχέση με την εθνική πολιτική. Ωστόσο, οι αφηγήσεις θριάμβου στην πατριωτική δημόσια σφαίρα δεν συνδέθηκαν ποτέ με τη λύση των προβλημάτων της πολιτικής επικαιρότητας.
Πολλά έχουν γραφτεί για την ιδιαίτερη ψυχολογία του Έλληνα που κουβαλά αυτό το «αίσθημα του κληρονόμου» στην συλλογική του συνείδηση.
Όμως η αλήθεια είναι ότι η Ιστορία εκδικείται όσους την παραποιούν. Ειδικά, η επίκλησή της προκειμένου για την δικαιολόγηση πολιτικών συμπεριφορών και εκλογικών επιλογών, η εργαλειακή της χρήση, δηλαδή, ενέχει σοβαρό τον κίνδυνο να εκπέσει ο δημόσιος πολιτικός λόγος σε ένα επίπεδο πολιτικού καιροσκοπισμού. Για τον λόγο αυτό οι εθνικές αφηγήσεις και οι ιστορικές αναπαραστάσεις, όταν χρησιμοποιούνται στον δημόσιο λόγο των πολιτικών, πρέπει να αξιολογούνται αποκλειστικά και μόνο στη βάση πολιτικών κριτηρίων. Και αυτό γιατί τα συναισθήματα και οι εικόνες που εγείρουν, ανεξάρτητα από το ειδικό βάρος που φέρουν για τον καθένα ξεχωριστά, δεν αφήνουν κανέναν ανεπηρέαστο.
Ο διάλογος με την Ιστορία στην Ελλάδα έχει πολύ δρόμο για να απεγκλωβιστεί από αγκυλώσεις και στερεότυπα. Η προσγείωση της ελληνικής κοινωνίας ήταν ανώμαλη. Δεν είναι λίγο να αμφισβητούνται συθέμελα τα τοτέμ της Μεταπολίτευσης. Η πολιτική και κοινωνική κάθαρση αναδείχθηκε σε ζωτικό διακύβευμα και αναμενόμενα προκάλεσε την στροφή στην Ιστορία μιας και αυτή μπορεί να τροφοδοτεί τις συλλογικές αναπαραστάσεις και το κοινωνικό φαντασιακό.
Ο πόλεμος για την ιστορική αλήθεια και τη νοηματοδότηση του παρελθόντος συνέβαινε ενώ η ελληνική κοινωνία πάσχιζε να συμμορφωθεί με μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Επιλεγμένα γεγονότα ανασύρονταν κάθε φορά σε μια προσπάθεια να αναζητηθούν οι πολιτικές λύσεις του μέλλοντος. Ωστόσο κάθε προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικότητας γεννούσε εκθετικά αντικρουόμενες προσεγγίσεις.