Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Στις 6 Οκτωβρίου του 2024, το ΠΑΣΟΚ θα πάει στις κάλπες για την εκλογή νέας ηγεσίας. Στην προηγούμενη εκλογή, τον Δεκέμβριο του 2021 είχαν ψηφίσει 270.000 άτομα, αριθμός τεράστιος για εκείνη την εποχή αλλά και για τα αριθμητικά δεδομένα του ΠΑΣΟΚ. Είχε προηγηθεί η συναισθηματική φόρτιση από τον ξαφνικό θάνατο της Φώφης Γεννηματά, αλλά και η ελπίδα ότι ένας νέος άνθρωπος στην ηγεσία μπορεί να ξαναδώσει στο Κίνημα την παλιά του αίγλη και να το επαναφέρει σε τροχιά εξουσίας.
Τα πράγματα δεν ήρθαν διόλου έτσι. Δυόμισι χρόνια μετά, το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα που σφράγισε την μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, περνά ξανά μια πρωτοφανή υπαρξιακή κρίση. Όχι μόνο ο (μόλις τριάντα μηνών) αρχηγός του σέρνεται από το ίδιο του το κόμμα σε εσωκομματική αναμέτρηση ηγεσίας, αλλά είναι τόσο θολό το συνολικό εσωκομματικό τοπίο και τόσο δυσοίωνες οι προοπτικές, που κάθε μέρα ξεφυτρώνει κι ένας καινούριος υποψήφιος αρχηγός.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπήρχαν ήδη έξι (κατά δήλωση) υποψήφιοι αρχηγοί. Ενδεχομένως την ώρα που διαβάζετε το κείμενο, η λίστα να έχει μεγαλώσει κι άλλο ή να έχει μικρύνει, τόσο ρευστό και ασαφές είναι το τοπίο στην Χαριλάου Τρικούπη. Δηλωμένους υποψήφιους ως τώρα έχουμε τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Χάρη Δούκα, τον Παύλο Γερουλάνο, τον Μιχάλη Κατρίνη, την Μιλένα Αποστολάκη και τη Νάντια Γιαννακοπούλου. Στις αρχές της εβδομάδας διακινήθηκε ακόμα ένα όνομα, αυτό της Άννας Διαμαντοπούλου.
Προφανώς αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Στα μεγάλα και ιστορικά κόμματα δεν είναι δυνατόν να νιώθει ο καθένας την άνεση να αυτοδηλώνεται υποψήφιος αρχηγός. Και μόνο αυτό δείχνει ότι τα ίδια τα στελέχη δεν παίρνουν στα σοβαρά το κόμμα τους, ούτε πιστεύουν ότι χρειάζονται ειδικά προσόντα για να αναλάβει κανείς τα ηνία του. Όταν όμως νιώθουν και πράττουν έτσι τα στελέχη, πως περιμένουν να πράξει ο μέσος πολίτης; Όταν ο κάθε μικρομεσαίος βουλευτής ή κομματικός ινστρούχτορας κατεβάζει το κόμμα του στα δικά του μικρομεσαία μέτρα, που άραγε θα τοποθετήσει αυτό το κόμμα η πλειοψηφία του κόσμου που απαιτεί από τους πολιτικούς τον ουρανό με τα’ άστρα;
Το ΠΑΣΟΚ ήταν κάποτε πολιτικό brand name, με βαριά προϊστορία πίσω του. Από το 1974 που ιδρύθηκε μέχρι και το 2009 ήταν ένα κόμμα του 40% που κανένας δεν χλεύαζε την δύναμη του και το βάθος του στελεχιακού του δυναμικού.
Αλλά από τον Μάρτιο του 2015 που έφθασε στο ναδίρ της δύναμης του (4,68%) μέχρι και 2024, έχει ήδη περάσει μια δεκαετία. Όταν επί δέκα χρόνια κινείσαι στα χαμηλά (ως πολύ χαμηλά), πέραν της μεγάλης ιστορικής θετικής παράδοσης έχεις πια και μια ικανή αρνητική προϋπηρεσία. Όπερ, όλα
πλέον είναι ανοικτά για το μέλλον. Και η πιθανότητα της μεγάλης επιστροφής και αυτή της πλήρους και οριστικής καταβύθισης. Τι απ’ τα δυο θα ισχύσει μετά τις 6 Οκτωβρίου;
Ο Νίκος και οι άλλοι…
Ο Νίκος Ανδρουλάκης ξεκίνησε καλά. Σε συνδυασμό με την πτωτική πορεία που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2019, δημιούργησε την εντύπωση ότι ο αντιπολιτευτικός χώρος μπαίνει σε μια περίοδο διπλού ασανσέρ, με το ΠΑΣΟΚ να επιβαίνει στον θάλαμο που ανεβαίνει και τον ΣΥΡΙΖΑ στον θάλαμο που
κατέρχεται. Η ελπίδα ότι «παίζεται» ξανά η κυριαρχία στον κεντροαριστερό πόλο, έφερε για αρκετό καιρό αέρα στα πανιά του ΠΑΣΟΚ. Από το 8,1% που είχε πετύχει η Φώφη Γεννηματά το 2019, ο Ανδρουλάκης ανέβηκε στο 11,8% το 2023, την ώρα που ο μεγάλος του αντίπαλος στην κεντροαριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, καταβαραθρωνόταν στο 17,8%. Ήταν η χρυσή ευκαιρία Ανδρουλάκη, ειδικά
όταν έφυγε από την μέση και ο Αλέξης Τσίπρας.
Δεν κατάφερε να την εκμεταλλευτεί. Ενώ η νίκη Κασσελάκη δημιούργησε αρχικά τεράστια αναταραχή στον ΣΥΡΙΖΑ φέρνοντας δημοσκοπικά το ΠΑΣΟΚ μέχρι και στο 15-16% στην δεύτερη θέση, σταδιακά άρχισε μια νέα πτώση που κατέληξε στο απογοητευτικό 12.7%. Δεν ήταν αυτό καθ’ εαυτό το γλίσχρο ποσοστό που έφερε την κρίση ηγεσίας, όσο αυτό το διαρκές πάνω-κάτω των ποσοστών που παγίωσαν την εντύπωση ότι το ΠΑΣΟΚ με την σημερινή του εικόνα δεν πρόκειται να αποκτήσει προοπτική επικράτησης και εξουσίας. Ξαφνικά, η τακτική του «ανεβαίνω λίγο και σταθερά σε κάθε αναμέτρηση» από όπλο του Ανδρουλάκη έγινε η Αχίλλειος πτέρνα του. Από νέος και ελπιδοφόρος, έγινε «αυτός που δεν τραβάει».
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ο Ανδρουλάκης, από την αρχή της ηγεσίας του, βρισκόταν ανάμεσα σε πολιτικές συμπληγάδες. Ο ίδιος ήταν και είναι οπαδός της αυτόνομης πορείας του ΠΑΣΟΚ, όμως κάθε του ενέργεια αντιμετωπιζόταν από τα άλλα κόμματα και από την κοινή γνώμη με καχυποψία. Αν έκανε σκληρή αντιπολίτευση, αυτομάτως κατηγορούνταν ότι γινόταν πολιτικό παρακολούθημα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν ψήφιζε κάποιον κυβερνητικό νόμο θεωρώντας τον σωστό, αυτομάτως αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι γίνεται δεκανίκι του Μητσοτάκη. Από το 2019 μέχρι το 2021, το ΠΑΣΟΚ διαρκώς καλούνταν να απαντήσει «με ποιον από τους δυο θα πάει». Δεν ήταν κι εύκολο να απαγκιστρωθεί απ’ αυτόν τον ιστό.
Μετά τις εκλογές του 2023 και την απρόσμενη εκλογή Κασσελάκη, ο Ανδρουλάκης φάνηκε ξάφνου και επικοινωνιακά παλιομοδίτης. Με τον Μητσοτάκη να διαθέτει επικοινωνιακή υπεροπλία στον χώρο του τύπου και των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, με τον Κασσελάκη να εγκαινιάζει μια εντελώς καινούρια πολιτική επαφή με τον κόσμο του που δεν υπακούσει σε κανόνες δεοντολογίας και κινείται μόνο με βάση τους ρυθμούς των social media, ο Ανδρουλάκης μεταβλήθηκε ραγδαία σε φιγούρα παλιού πολιτικού που έχει ξεπεραστεί από την εποχή του. Σημάδια πανικού άρχισαν να διαφαίνονται στην πολιτική του παρουσία και στις θέσεις που υιοθετούσε, με χαρακτηριστικότερο
τον νόμο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ξεκίνησε ως οπαδός τους και κατέληξε να τα καταψηφίσει. Κανένας δεν κατάλαβε γιατί.
Η Κασσελάκεια επιστροφή στις Ευρωεκλογές με την κατάληψη της δεύτερης θέσης και η αδυναμία του Ανδρουλάκη να εισπράξει κάτι από την πτώση της ΝΔ, έφεραν την εσωκομματική εξέγερση. Τα περισσότερα από το στελέχη του ΠΑΣΟΚ ζήτησαν εκλογή νέας ηγεσίας, από τον Σκανδαλίδη και τον Ευθυμίου (που εκφράζουν την παλιά γενιά), μέχρι τον Κωνσταντινόπουλο και την Γαιννακοπούλου (που είναι η μεσόκοπη γενιά), μέχρι τους πολύ νεώτερους όπως τον Χριστοδουλάκη.
Ο περιβόητος «μηχανισμός Ανδρουλάκη» αποσαρθρώθηκε εν μία νυκτί. Άνθρωποι ευεργετημένοι από τον Πρόεδρο, άλλαξαν στρατόπεδο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Χάρη Δούκα.
Ο Χάρης και το μοντέλο Σιράκ
Η περίπτωση Δούκα είναι πολύ ιδιαίτερη και πολύ χαρακτηριστική. Αποφάσισε ξαφνικά να διεκδικήσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ενώ μέχρι πριν έναν χρόνο ήταν παντελώς άγνωστος. Ο Ανδρουλάκης τον κατέβασε στον δήμο Αθηναίων ως μια συμπαθητική φυσιογνωμία καθηγητή που θα έφερνε ένα καλούτσικο αποτέλεσμα και βρέθηκε δήμαρχος Αθηναίων από το πουθενά. Το μέτωπο όλων εναντίον του Μπακογιάννη, τον ευνόησε. Αλλά πόσο κανονικό πράγμα είναι να είναι μόλις έξι μηνών δήμαρχος, δίχως να έχει δείξει τίποτα ακόμα σε έργο και να διεκδικεί και την αρχηγία κόμματος; Με την υπόσχεση ότι θα παραμείνει δήμαρχος όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα και με το περιβάλλον του να διαρρέει
ότι ο δήμαρχος είναι οπαδός του μοντέλου Σιράκ που ήταν και αρχηγός κόμματος και δήμαρχος Παρισιού.
Η λίγων μηνών προϋπηρεσία του πάντως στον δήμο, ήδη έχει δημιουργήσει αντιδράσεις, καθώς προσεγγίζει ακροαριστερές ομάδες που δεν έχουν την καλύτερη έξωθεν μαρτυρία. Το σίγουρο είναι ότι ο Χάρης Δούκας βλέπει το timing και πιστεύει ότι τον ευνοεί για τα πάρει όλα μέσα σ’ έναν χρόνο. Αν
συμβεί αυτό, τότε θα έχουμε μια επανάληψη του φαινομένου Κασσελάκη και στο ΠΑΣΟΚ. Κάποιος έρχεται από το πουθενά και κερδίζει όλα τα αξιώματα λόγω της απελπισίας των φίλων και οπαδών του κόμματος που ψάχνουν μια σανίδα σωτηρίας. Η γενική αίσθηση που υπάρχει ως αυτή την στιγμή, διότι ο Οκτώβριος είναι ακόμα μακριά, είναι πως αν πάει μόνο ο κομματικός μηχανισμός να
ψηφίσει μπορεί να κερδίσει ο Ανδρουλάκης, αν πάει κόσμος εκτός κόμματος τότε μπορεί να κερδίσει ο Δούκας.
Ο σοβαρός Παύλος και τα outsider
Υπάρχουν κι άλλοι υποψήφιοι αρχηγοί, αλλά η παρουσία τους επί του παρόντος δεν δείχνει να έχει καμιά ελπίδα. Ο Παύλος Γερουλάνος είναι και αξιοπρεπής πολιτική προσωπικότητα και μια γοητευτική σκηνική παρουσία. Παλιός συνεργάτης και υπουργός του Γιώργου Παπανδρέου, παρέμεινε στο ΠΑΣΟΚ τα δύσκολα χρόνια την ώρα που άλλοι του ίδιου επιτελείου είτε έτρεξαν στην αγκαλιά του Τσίπρα είτε αποστρατεύτηκαν οριστικά. Συμπαθής και νηφάλιος, βουλευτής Α’ Αθηνών, είναι αξιοπρόσεκτος μεν αλλά δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι κομίζει το νέο και το ελπιδοφόρο που αποζητούν οι οπαδοί του
ΠΑΣΟΚ. Στις δημοσκοπήσεις βγαίνει τρίτος και δύσκολα θα διεκδικήσει κάτι παραπάνω.
Οι υπόλοιποι υποψήφιοι είναι απορίας άξιον γιατί θέλουν να διεκδικήσουν την αρχηγία. Ο Μιχάλης Κατρίνης, η Μιλένα Αποστολάκη ή η Νάντια Γιαννακοπούλου δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα, ούτε έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν κάποια ρηξικέλευθη πολιτική άποψη που κάνει την διαφορά μέσα στο σημερινό ΠΑΣΟΚ. Το πιθανότερο είναι να υπολογίζουν ότι μια υποψηφιότητα τους κατοχυρώνει ως στελέχη πρώτης γραμμής, με όλα τα οφέλη που έχει αυτό για την μετέπειτα πορεία τους μέσα στο κόμμα. Αν μη τι άλλο, μπορούν να διαπραγματευτούν το ποσοστό τους με τον πιθανότερο αρχηγό, για κάποιο πλασάρισμα στην ηγετική πυραμίδα. Όσο για την Άννα Διαμαντοπούλου, απλώς εξέφρασε την διάθεση της να βοηθήσει, πράγμα που ερμηνεύτηκε ως εν δυνάμει υποψηφιότητα της (γράφτηκε ακόμη πως ζήτησε και δημοσκόπηση).
Τίποτα δεν είναι σαφές ακόμα.
Το γενικότερο πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ πια, είναι και στα πρόσωπα και στην πολιτική γραμμή. Ο νέος αρχηγός θα έχει τεράστια εμπόδια να ξεπεράσει, καθώς ούτε η αυτόνομη πορεία δείχνει να αποδίδει, ούτε ειλικρινής διάθεση για ενιαία κεντροαριστερά διαφαίνεται από πουθενά. Αυτό που επίσης είναι ερωτηματικό, είναι αν αυτή η εσωτερική μάχη για ηγεσία θα ξαναδώσει ελπίδα στο ΠΑΣΟΚ και
την νέα ηγεσία του ή αν θα αποτελειώσει αυτό το μεγάλο κόμμα μέσα σε ένα περιβάλλον τοξικότητας και αντιπαλότητας δίχως όρια.