Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ότι θα άρχιζαν τα όργανα και μέσα στην ΝΔ, ήταν αναμενόμενο. Η περιβόητη μερίδα των βουλευτών και των κομματικών στελεχών που καταγράφονται ως μέλη της «λαϊκής δεξιάς», αλλά και ένα δεύτερο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού της ΝΔ που περίμενε αλλά δεν είδε να καταλαμβάνει κάποιο υπουργικό αξίωμα, ήταν λογικό να βρουν την ευκαιρία των ευρωεκλογών και του ανασχηματισμού για να αντιδράσουν. Γράφω να «αντιδράσουν» και όχι ακόμα να «ξεσπαθώσουν», αυτό ενδεχομένως να το δούμε στο μέλλον.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε ποτέ μόνο φίλους μέσα στην ΝΔ. Είχε και αδιάφορους απέναντι του, είχε αντιπάλους, είχε και εχθρούς. Έτσι γίνεται εξάλλου σε όλα τα μεγάλα και πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας, που αποτελούν ομπρέλες κάτω από τις οποίες συστεγάζονται όμορες μεν, αλλά όχι όμοιες ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις. Βεβαίως, το 2016 που έγινε αρχηγός της ΝΔ ο Μητσοτάκης, είχε όλα τα πλεονεκτήματα στα χέρια του. Η πάνδημη διάθεση όλων να απαλλαγούν από την Συριζαϊκή εξουσία, του έστρωσε αρχικά το χαλί για να κάνει ανεμπόδιστος την πολιτική του.
Αυτό συνεχίστηκε και την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης του. Με πρόσφατη την κάκιστη Συριζαϊκή διακυβέρνηση, με ακόμα παρόντα και (θεωρητικώς) απειλητικό τον Αλέξη Τσίπρα, με πρωτοφανή διεθνή προβλήματα να χτυπούν την χώρα και με μια επίδειξη εκπληκτικής κυβερνητικής αποτελεσματικότητας σε πολλά ζητήματα, ο Μητσοτάκης πορεύτηκε δίχως εσωτερικά προβλήματα. Ενδεχομένως να ήταν ο μοναδικός νεοδημοκράτης αρχηγός ή πρωθυπουργός που πέρασε μια ολόκληρη τετραετία εξουσίας δίχως να αντιμετωπίσει την παραμικρή εσωκομματική αντιπολίτευση. Πρωτοφανές για ένα κόμμα που το ‘χε πάντα εύκολο να αλληλοσφάζεται με το παραμικρό.
Στην απόλυτη εσωκομματική κυριαρχία Μητσοτάκη για οκτώ ολόκληρα χρόνια (2016-2024), συνέβαλε καθοριστικά και το γεγονός ότι φάνταζε (και εν πολλοίς φαντάζει ακόμα) ως ο μοναδικός ηγέτης στην χώρα. Ούτε το κόμμα του, ούτε κανένα άλλο κόμμα στα δεξιά ή στα αριστερά του φαίνεται να διαθέτει κάποιον ισάξιο του, που μπορεί να τον απειλήσει. Μέχρι τις Ευρωεκλογές δε, έδειχνε ικανός να σπάσει κάθε μεταπολιτευτικό ρεκόρ, κερδίζοντας τρεις συνεχόμενες πρωθυπουργικές θητείες. Μ’ αυτά τα δεδομένα, ποιος θα τολμούσε μέσα στην ΝΔ να ορθώσει ανάστημα απέναντι του και να διεκδικήσει την ηγεσία μιας εσωκομματικής αντιπολίτευσης που θα τον αμφισβητούσε και θα του έβαζε εμπόδια; Ο Κυριάκος ήταν τόσο ισχυρός που θα τον διέλυε.
Βεβαίως, οι αιτίες ή οι αφορμές για εσωκομματική μουρμούρα πάντα υπάρχουν. Η σταθερή πεποίθηση του πρωθυπουργού ότι ηγείται μεν μιας δεξιάς παράταξης αλλά που έχει απόλυτη ανάγκη το κέντρο για να παίρνει και να διατηρεί την εξουσία, εξόργιζε τους καθαρόαιμους δεξιούς του κόμματος. Δε μπορούσαν μεν να μιλήσουν διότι έβλεπαν την πρωθυπουργική στρατηγική να αποδίδει δημοσκοπικά και εκλογικά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την ενστερνίζονταν. Η περίφημη «ψυχή της παράταξης» που υπερασπιζόταν στις ομιλίες του ο Αντώνης Σαμαράς, ήταν το σήμα κατατεθέν αυτών των στελεχών που έβλεπαν με μισό μάτι τα ανοίγματα του Μητσοτάκη προς το κέντρο. Τα θεωρούσαν ιδεολογική παρασπονδία, που έφτασε ως και την προδοσία στον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Πολύ περισσότερο τους ενοχλούσε διαχρονικά η αξιοποίηση στην κυβέρνηση και στο κράτος, δεκάδων στελεχών που προέρχονταν κυρίως από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, από το Ποτάμι ή από άλλα κεντρώα σχήματα. Οι καθ’ αυτό δεξιοί ένιωθαν παραγκωνισμένοι από την κυβερνητική εξουσία κι ας μην είχαν κάτι διαφορετικό να προτείνουν σε κείνους που κατείχαν τις θέσεις. Πολύ ενοχλητικός ήταν στα μάτια τους και ο λεγόμενος στενός κύκλος Μητσοτάκη στο Μαξίμου, στον οποίο διέπρεπαν τεχνοκράτες, κεντρώοι, προσωπικοί του φίλοι, αλλά όχι άτομα της παραδοσιακής παλιάς δεξιάς ή γόνοι τους. Αναγνώριζαν μεν το δικαίωμα του Μητσοτάκη να διαλέξει αυτός το προσωπικό του επιτελείο, έλεγαν όμως φαρμακερά «μπαίνεις στο Μαξίμου και φθάνεις ως τον πρωθυπουργό δίχως να συναντήσεις ούτε έναν δεξιό στον δρόμο σου».
Όλα αυτά φαίνεται να παίρνουν διαφορετική ρότα μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Όχι διότι άλλαξε κάτι στον πραγματικό συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων στην χώρα, αλλά το κλίμα θριάμβου της ΝΔ που απέτρεπε διαμαρτυρίες και αμφισβητήσεις χάλασε. Όσοι από καιρό ένιωθαν ότι ήθελαν να πουν κάτι, απελευθερώθηκαν. Όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναγνώρισε το αποτέλεσμα ως πολιτική του ήττα, ποιος θα αποτρέψει τους διαμαρτυρόμενους να μιλήσουν για τα –κατά την γνώμη τους- αίτια αυτής της ήττας; Ο ανασχηματισμός επέτεινε αυτό το κλίμα. Έτσι κι αλλιώς ο διορισμός ενός υπουργού αναδεικνύει έναν ικανοποιημένο και εννιά (που ήθελαν την θέση) δυσαρεστημένους, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ανασχηματισμό ήττας. Εκεί οι δυσαρεστημένοι κάνουν ακόμα μεγαλύτερη φασαρία.
Όχι, δεν είναι πολλοί, ούτε ανήκουν στα λεγόμενα πρωτοκλασάτα στελέχη της ΝΔ. Ούτε δείχνουν να δρουν συντονισμένα, ούτε επικεντρώνουν σε ένα κεντρικό ζήτημα που θα άφηνε υπόνοια ότι είναι προϊόν σχεδιασμού. Ο καθένας εκφράζει την δυσφορία του για διαφορετικό θέμα. Ο Νικήτας Κακλαμάνης επέρριψε ευθύνες στον πρωθυπουργό προσωπικά για την εκλογική ήττα, ο Μάριος Σαλμάς ζήτησε σύγκληση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης μίλησε για την λανθασμένη στροφή προς το κέντρο, ο Νότης Μηταράκης χτύπησε αλλού, λέγοντας ότι δεν σκοπεύει να ψηφίσει την κυρία Σακελλαροπούλου ξανά για Πρόεδρο.
Σκόρπιες μπαταριές που πάντως καταδεικνύουν μια δυσαρέσκεια σ’ ένα κομμάτι του στελεχιακού δυναμικού της ΝΔ, που είναι παραδοσιακά δεξιό, δεν έχει αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες επί Μητσοτάκη (πλην του Μηταράκη που απολύθηκε στα γρήγορα) και ανήκει εν συνόλω στην ομάδα του Αντώνη Σαμαρά. Η άλλη ομάδα που θα μπορούσε, ίσως, να παίξει κάποιον αντιπολιτευτικό ρόλο, η ομάδα των Καραμανλικών, τελεί υπό διάλυση. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς συνδέθηκαν σταδιακά με τον Τσίπρα και τον Σύριζα, οπότε κι αν απόμεινε κανείς μέσα στην ΝΔ, τηρεί σιγή ιχθύος.
Φοβάται αυτές τις διαφοροποιήσεις ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Στην πολιτική όλα έχουν την αξία τους, οπότε λογικά, ακόμα κι αν δεν τις φοβάται θα πρέπει να τις ζυγίζει και να τις υπολογίζει. Οι κινήσεις αυτές απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν συγκροτημένη εσωκομματική αντιπολίτευση με στόχο την θέση του Μητσοτάκη. Εξάλλου δεν υπάρχει –επί του παρόντος- κάποιος επίδοξος δελφίνος, αρχηγός των διαμαρτυρομένων. Αλλά στην πολιτική, όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. Κι αυτό που σήμερα μοιάζει λιανοντούφεκο, αύριο μέσα σε διαφορετικές συνθήκες μπορεί να αποδειχθεί κανόνι. Όπερ, το Μαξίμου πρέπει να προσέχει και εικάζω ότι θα το κάνει.
Ο πρωθυπουργός είναι γνώστης του βασικού κανόνα της πολιτικής που λέει πως όσο διαθέτει την προοπτική εξουσίας, οι εσωκομματικές κινήσεις εναντίον του θα είναι μικρές και ελεγχόμενες. Όσο ο Μητσοτάκης θα θεωρείται πιθανότερος νικητής παρά ηττημένος των επόμενων εκλογών, μεγάλο κίνδυνο από το εσωτερικό μέτωπο δεν θα έχει. Αν παρ’ ελπίδα αυτό αλλάξει, τότε θα αρχίσουν τα πραγματικά όργανα. Η μοίρα των αρχηγών…