Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Καρακώστα, Επίκ. Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη με τον τίτλο “Walkable Athens” είδε το φως της δημοσιότητας πριν λίγο καιρό, όταν και παραδόθηκε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στον Δήμο Αθηναίων.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας πολυπληθούς ερευνητικής ομάδας της Μονάδας Βιώσιμης Κινητικότητας. Προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές καθώς και ειδικοί επιστημονικοί συνεργάτες προσπάθησαν να καταγράψουν όλους τους δρόμους του Δήμου της Αθήνας, να αποτυπώσουν την κατάστασή τους και να συντάξουν μια πρόταση για την επιτυχημένη δυνατότητα βαδίσματος τα επόμενα χρόνια.
Από τα πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία της μελέτης ξεχώρισα, εξαιτίας της δικής μου εμπειρίας, εκείνα που αφορούν στα πεζοδρόμια της πόλης. Προκύπτει, λοιπόν, ότι το 40% των πεζοδρομίων είναι πολύ στενά, μικρότερα του ενός μέτρου, σε ένα ποσοστό 5% δεν υπάρχει καθόλου πεζοδρόμιο, ενώ το 57% βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
Η αλήθεια είναι πως για όλους εμάς που μένουμε και εργαζόμαστε στο κέντρο της πόλης η έννοια της «βιώσιμης αστικής κινητικότητας» δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα, αλλά ένα πραγματικό case study, μια καθημερινή άσκηση επιβίωσης.
Η καθημερινότητά μου ξεκινάει κάθε πρωί από έναν μικρό δρόμο, παράλληλο της πλατείας Συντάγματος για να καταλήξει στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ο πλοηγός του Google maps μετράει ακριβώς 800 μέτρα απόσταση και επτά λεπτά χρόνο.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ πιο σύνθετη. Σε αυτά τα λίγα μέτρα δεν υπάρχει παντού πεζοδρόμιο, ενώ στα σημεία που υπάρχει παρκάρουν κατά μήκος οι μηχανές, με αποτέλεσμα να προσπαθείς να χωρέσεις ανάμεσα στις ρόδες για να περάσεις απέναντι. Η σήμανση των μονοδρόμων είναι απλά διακοσμητικό στοιχείο, καθώς τα μηχανάκια και τα πατίνια κυκλοφορούν και προς τις δύο κατευθύνσεις, χωρίς να ξέρεις από που πρέπει να προσέχεις. Η προσπέλαση ανάμεσα στα φορτηγά που ξεφορτώνουν εμπορεύματα τις ώρες αιχμής είναι, επίσης, ένας δείκτης που αποτυπώνει τις γυμναστικές σου ικανότητες.
Δημοτική αστυνομία δεν υπάρχει πουθενά, ούτε μία μέρα, για να διευκολύνει την κατάσταση αλλά και να εφαρμόσει τις απαγορεύσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Τα επτά λεπτά του πλοηγού είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερα.
Εκείνους, όμως, που συμπονώ είναι τους ηλικιωμένους, τα άτομα με αναπηρία, τους γονείς με τα καροτσάκια των μωρών τους και τους ξένους τουρίστες που καθημερινά αποβιβάζονται κατά εκατοντάδες στο κέντρο της πόλης και δεν ξέρουν από πού θα πρέπει να χωρέσουν τις αποσκευές τους για να μπούνε στα ξενοδοχεία τους.
Η ελκυστικότητα μιας πόλης συνδέεται άρρηκτα με τις συνθήκες κατοίκησης και την ποιότητα της καθημερινής μετακίνησης. Η ποιότητα της ζωής των ανθρώπων στις πόλεις προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης που αναπτύσσουν τόσο με το αστικό τους περιβάλλον όσο και με το δημόσιο χώρο.
Ένας βιώσιμος δημόσιος χώρος θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε πολλές και ποικίλες ανάγκες -περιβαλλοντικές, κοινωνικές, οικονομικές- κυρίως, όμως, να είναι προσβάσιμος σε όλους και να προσφέρει άνεση και ασφάλεια.
Στο κέντρο της Αθήνας η απουσία πεζοδρομίων σε συνδυασμό με την έλλειψη αστυνόμευσης έχουν μετατρέψει τους δρόμους σε απλούς συνδέσμους σε ένα οδικό δίκτυο που καθένας μπορεί να τους χρησιμοποιήσει όπως επιθυμεί για να μετακινηθεί.
Οι στόχοι που έθεσε η ομάδα των ερευνητών του Πολυτεχνείου για την βιώσιμη και λειτουργική Αθήνα του 2030 είναι πολύ συγκεκριμένοι.
Τι θα εφαρμοστεί τελικά από αυτούς μένει να το δούμε. Σε κάθε περίπτωση εκείνο που προβάλλει ως στοίχημα είναι να μπορεί κανείς να τοποθετήσει πλάι στο όνομα της πόλης τους επιθετικούς προσδιορισμούς «ποιοτική» και «φιλική».