Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Μιχάλη Χριστοδουλίδη
Διπλ. Μηχανολόγου Μηχανικού ΑΠΘ και Ενεργειακού Επιθεωρητή
Οι ΑΠΕ τον μήνα Μάρτιο κατά μέσο όρο συνέβαλαν για πρώτη φορά στα ιστορικά δεδομένα της ηλεκτροπαραγωγής σε ποσοστό πάνω από 50% στο ενεργειακό μείγμα. Η τιμή εκκαθάρισης της χονδρικής του ρεύματος τον Μάρτιο είχε πτώση 8% σε σχέση με τον Φεβρουάριο. Ωστόσο αυτό που είδαμε πρώτη Απριλίου στα χρωματιστά τιμολόγια ήταν μια μικρή άνοδο της μέσης τιμής της KWh, ειδικά στα πράσινα κατά 3%, όπου σε αυτά είναι και η πλειονότητα των καταναλωτών.
Αν εξαιρέσουμε τρεις παρόχους από τους δεκατρείς που έδωσαν φθηνότερη τιμή κατά 1 λεπτό οι υπόλοιποι πάροχοι κινήθηκαν ανοδικά. Η χαμηλότερη τιμή στο πράσινο ξεκινάει με 9,06 λεπτά αντί 8,18 λεπτά που ήταν τον Μάρτιο, ενώ στο μπλε το χαμηλότερο 6μηνο από 9,50 λεπτά πήγε στα 9,90. Γιατί όμως συνέβη αυτό; Ενώ δηλαδή είχαμε πτώση της χονδρικής τον Μάρτιο κατά 8%, η λιανική αυξήθηκε.
Οι πάροχοι ανακοίνωσαν ότι υπάρχει μία τρύπα των 800 εκατ. ευρώ που έχει δημιουργηθεί τα δύο τελευταία χρόνια, ή κοντά στα 400 εκατ. κάθε χρόνο, εξαιτίας των φυσιολογικών τεχνικών απωλειών του δικτύου μέσης κ υψηλής τάσης, των ρευματοκλοπών κ των μη καταμετρήσεων χιλιάδων μετρητών, όπου τελικά με τις ευλογίες της ΡΑΑΕΥ φαίνεται να ξεκίνησε η επιβάρυνση στις χρεώσεις των λογαριασμών στο πλαίσιο του σταδιακού κλεισίματος αυτής της τρύπας, αφού μάλλον δεν φαίνεται να βάζει πλάτη ο κρατικός προϋπολογισμός. Θα αναρωτηθεί κανείς, είναι δίκαιο ο συνεπής καταναλωτής να πληρώνει τα σπασμένα άλλων υπαιτίων; Αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να απαντήσουν οι αρμόδιοι υπουργοί.
Ποιος θα πληρώσει τη «νύφη»
Πιο συγκεκριμένα, από τούδε κ στο εξής οι πάροχοι θα χρεώνουν την κιλοβατώρα προσαυξημένη κατά ένα συντελεστή 13,55% (συντελεστής κανονικοποίησης). Δηλαδή ενώ η χονδρική αγορά του ρεύματος θα πέφτει κάθε μήνα, αυτή την πτώση δεν θα την επωφελούνται οι καταναλωτές, αφού θα πληρώνουν τα ‘’φέσια’’ που άνοιξαν την τρύπα. Ενημερωτικά από το 13,55% των απωλειών, το 5,73% αντιστοιχεί σε φυσιολογικές απώλειες ρεύματος κατά την μεταφορά, το 5,27% σε ρευματοκλοπές κ το υπόλοιπο 2,55% σε μη καταμετρήσεις μετρητών.
H ρευματοκλοπή στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει πάρει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις, τόσο σε επίπεδο απώλειας πολλών εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο, όσο και σε επίπεδο ποιότητας ρεύματος και λειτουργικής ασφάλειας των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πληρώνουν σχεδόν 400 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο, μέσω των λοιπών χρεώσεων των λογαριασμών ρεύματος, όχι μόνο για την κλοπή ενέργειας από επιτήδειους, αλλά και για τις τεχνικές απώλειες που παρουσιάζονται κατά την μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας από τους υποσταθμούς μέχρι τους τελικούς καταναλωτές (φαινόμενο Joule).
Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ, οι «μη τεχνικές απώλειες» του δικτύου, δηλαδή οι ρευματοκλοπές, εμφανίζουν αύξηση από 0,2% (2003-2004) σε 1,1% (2011-2013), 3,9% (2015-2016) και 4,7% (2018-2020).
Αξίζει να επισημανθεί ότι η ενέργεια που καταναλώνεται για τη λειτουργία εξοπλισμού του δικτύου, κυρίως σε υποσταθμούς τροφοδότησης του Δικτύου από το Σύστημα, συνήθως δεν μετριέται. Τέλος, οι ποσότητες ενέργειας που καταναλώνονται αλλά δεν μετρούνται λόγω σφαλμάτων μέτρησης, ρευματοκλοπής ή για άλλους λόγους, προσμετρώνται επίσης στις απώλειες ενέργειας του δικτύου. Για τις απώλειες ενέργειας που σχετίζονται με τα εγγενή χαρακτηριστικά των ηλεκτρικών δικτύων (απώλειες χαλκού και σιδήρου) έχει επικρατήσει ο όρος «τεχνικές απώλειες». Για τις λοιπές απώλειες ενέργειας, χρησιμοποιείται ο όρος «μη τεχνικές απώλειες».
Με στόχο το… 2031
Σύμφωνα με την ΡΑΑΕΥ, με βάση το πρόγραμμα αντικατάστασης μετρητών που έχει προτείνει ο ΔΕΔΔΗΕ, έναρξη πρακτικά το 2024, με ολοκλήρωση το 2030 προβλέπεται ότι οι ρευματοκλοπές θα υποχωρήσουν στα επίπεδα του 2003-2004 (0,2%) ως το 2031. Ενώ οι συνολικές απώλειες, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που δεν οφείλονται σε κλοπή αλλά σε τεχνικές παραμέτρους θα μειώνονται κατά μέσο όρο με ρυθμό 5,1% την περίοδο 2024- 2031.
Αν συνυπολογίσουμε και τις κανονικές απώλειες του δικτύου, συν το ποσοστό που σχετίζεται με την μη καταγραφή χιλιάδων ‘’ορφανών’’ μετρητών, τότε μιλάμε για ένα ποσοστό απωλειών της τάξεως του 13%. Δηλαδή από τις 50 παραγόμενες ΤWh οι 6,5 ΤWh ‘’χάνονται’’ στο δρόμο.
Μέτρα για τους παραβάτες
H κυβέρνηση έχει νομοθετήσει τελευταίως αυστηρότερες ποινές για τους παραβάτες ως ένα μέτρο αποτροπής, αυτό μάλλον ελάχιστα ή καθόλου δεν σταμάτησε την ρευματοκλοπή. Η λύση πρέπει να δοθεί μόνο με τεχνικές προσεγγίσεις που θα εντοπίζουν αυτοματοποιημένα την ρευματοκλοπή σε πραγματικό χρόνο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των έξυπνων μετρητών σε συνδυασμό με ειδικά λογισμικά που θα αναλύουν μέσω αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης, αντικανονικές καταναλώσεις και ποιοτικά στοιχεία του ρεύματος (αντικανονικές διακυμάνσεις της τάσης, αρμονικές, κλπ) που καταγράφονται μέσω των μετρητών και αναλύονται στα κέντρα τηλεμέτρησης των Διαχειριστών του δικτύου.
Για παράδειγμα, όταν πρόκειται για άμεση κλοπή κατά την οποία ένας καταναλωτής παρακάμπτει το μετρητή, χρησιμοποιώντας έναν παράνομο μηχανισμό σύνδεσης, τα λογισμικά κατανάλωσης, μπορούν να επισημάνουν τέτοιες ανωμαλίες, όπως όταν υπάρχει αλλαγή στην εξωτερική θερμοκρασία, αλλά όχι αντίστοιχη αλλαγή στην ηλεκτρική χρήση – δηλαδή όταν εμφανίζεται κύμα καύσωνα αλλά δεν υπάρχει αύξηση της χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας που σχετίζεται με την ψύξη.
Φυσικά, οι απώλειες της ηλεκτρικής ενέργειας είτε οι κανονικές, είτε οι μη κανονικές, για να περιοριστούν ή σχεδόν να μηδενιστούν, δεν φτάνει μόνο η αντικατάσταση των συμβατικών (μηχανικών) μετρητών με έξυπνους, αλλά απαιτείται και μια σειρά έργων, όπως ο εκσυγχρονισμός του δικτύου μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, η υπογειοποίηση των εναερίων καλωδίων μέσης και χαμηλής τάσης, κυρίως σε αστικές περιοχές ή περιαστικές, η αντικατάσταση των παλιών μετασχηματιστών (ελαίου τύπου) με αντίστοιχους ξηρού τύπου για να περιοριστούν και οι επαγωγικές απώλειες χαλκού , αλλά και σιδήρου.
Η χώρα πρέπει να θέσει όχι μόνο έναν οδικό χρόνο για την ενεργειακή της θωράκιση, αλλά και έναν για την εξάλειψη τέτοιων παραβατικών φαινομένων που υποβαθμίζουν το κράτος δικαίου, αφού οι συνεπείς καταναλωτές πληρώνουν τις αναφερόμενες κανονικές και μη κανονικές απώλειες ρεύματος.