Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Κωστή Γριμάνη
Υπεύθυνου για θέματα Ενέργειας και Κλίματος του ελληνικού γραφείου της Greenpeace
To 2023 επιβεβαιώθηκε ως το θερμότερο ημερολογιακό έτος με βάση τα παγκόσμια αρχεία δεδομένων θερμοκρασίας που ξεκινούν από το 1850. Τη συγκεκριμένη χρονιά, οι παγκόσμιες θερμοκρασίες έφτασαν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα.
Η Υπηρεσία Κλιματικής Αλλαγής του Copernicus (C3S) παρακολούθησε αρκετούς βασικούς κλιματικούς δείκτες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αναφέροντας συνθήκες ρεκόρ, όπως ο θερμότερος μήνας που έχει καταγραφεί ποτέ και οι ημερήσιες μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες που ξεπέρασαν για λίγο τα προβιομηχανικά επίπεδα κατά περισσότερο από 2°C. Οι πρωτοφανείς παγκόσμιες θερμοκρασίες από τον Ιούνιο και μετά οδήγησαν το 2023 να καταγράφεται ως το θερμότερο έτος από το 1850 – ξεπερνώντας με μεγάλη διαφορά το 2016, το προηγούμενο θερμότερο έτος. Το 2023 καταγράφηκε όμως το θερμότερο έτος και στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια. Η μέση θερμοκρασία στην Ελλάδα το 2023 ήταν σε όλες τις περιοχές υψηλότερη από τη μέση τιμή της κλιματικής περιόδου 1991-2020.
Υπό αυτές τις συνθήκες καταλαβαίνει κανείς ότι βρισκόμαστε σε μία περιοχή, όπως η λεκάνη της Μεσογείου, που γίνεται όλο και πιο ζεστή, ξηρότερη και πιο επιρρεπής στις πυρκαγιές, ενώ παράλληλα παραμελείται όσον αφορά τη σωστή δασική διαχείριση και προστασία.
Το 2023, η καμένη έκταση ξεπέρασε τα 1,700,000 στρέμματα αριθμός πολύ μεγαλύτερος από τον ετήσιο μέσο όρο καμένων εκτάσεων της περιόδου 2006 – 2023. Όπως προκύπτει, ο παρατεταμένος καύσωνας τη συγκεκριμένη χρονιά συντέλεσε στο να έχουμε τη δεύτερη χειρότερη αντιπυρική περίοδο μετά από αυτήν του 2007.
Τι πρέπει να πράξει το κράτος
Τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρούν ανυπολόγιστο κόστος την ανθρώπινη ζωή, το φυσικό κεφάλαιο της χώρας και το βιός εκατοντάδων συμπολιτών μας. Ταυτόχρονα όμως συνηγορούν και στο συμπέρασμα ότι απαιτείται μια δραστική στροφή προς ολοκληρωμένες λύσεις διαχείρισης και αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών.
Η κλιμάκωση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα, καθιστά αναγκαία μια διπλή προσέγγιση: από τη μία, την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της παγκόσμιας κλιματικής κρίσης, και από την άλλη την εφαρμογή βιώσιμων πολιτικών από την πλευρά της χώρας μας και τη λογοδοσία για την ελλιπή ή μη εφαρμογή τους. Η ανεπαρκής χρηματοδότηση και ο σχεδιασμός για την πρόληψη των πυρκαγιών έχουν αφήσει τα δάση ευάλωτα, γεγονός που επιδεινώνεται από την εγκατάλειψη της υπαίθρου και την ερημοποίηση. Απαιτείται μια ολιστική στρατηγική, που θα περιλαμβάνει την αναζωογόνηση της υπαίθρου, βελτιώσεις στον αστικό σχεδιασμό και αυξημένες επενδύσεις σε μέτρα πρόληψης. Η μετατόπιση της κατανομής των πόρων προς την πρόληψη, η συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων στην αγροτική ανάπτυξη και η εξασφάλιση επαρκών πόρων για το πυροσβεστικό προσωπικό αποτελούν επείγουσες προτεραιότητες για την ενίσχυση των δυνατοτήτων αντιμετώπισης των πυρκαγιών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και την προώθηση της βιώσιμης συνύπαρξης με τη φύση.
Όσον αφορά την επίκληση της κλιματικής κρίσης από την κυβέρνηση για την αύξηση των δασικών πυρκαγιών, η τελευταία θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αλλάξει εκ βάθρου τις πολιτικές εκείνες που την επιτείνουν ή αν θα τις συνέχισει. Ενώ η κυβέρνηση αποδίδει τις πυρκαγιές στην κλιματική αλλαγή, η συνεχιζόμενη επένδυση σε ορυκτά καύσιμα έρχεται σε αντίθεση με τις περιβαλλοντικές της ανησυχίες. Οι σαφείς αρμοδιότητες για την πρόληψη των πυρκαγιών, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης των αιτιών που τις δημιουργούν, του τοπικού σχεδιασμού πρόληψης, των εκστρατειών δημόσιας εκπαίδευσης και της διαχείρισης της καύσιμης ύλης, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές αλλαγές, όπως ένα εξειδικευμένο σώμα πυρόσβεσης και η συνεχής εκπαίδευση στελεχών του πυροσβεστικού σώματος, είναι απαραίτητες αν θέλουμε πραγματικά να μιλάμε για την αποτελεσματική καταστολή των δασικών πυρκαγιών.
Η παράμετρος κλιματική κρίση
Για την αποτελεσματική καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης, οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις πρέπει να αναλάβουν αποφασιστική δράση σε διάφορους βασικούς τομείς. Πρώτον, η ταχεία απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα είναι επιτακτική ανάγκη. Η εξόρυξη και η καύση άνθρακα, πετρελαίου και ορυκτού αερίου επιδεινώνουν την κλιματική αλλαγή, καθιστώντας αναγκαία την ταχεία μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή, η αιολική και η γεωθερμική ενέργεια. Αυτή η στροφή όχι μόνο μειώνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αλλά προάγει επίσης καθαρότερο αέρα, υγιέστερο περιβάλλον και περισσότερες θέσεις εργασίας. Στη χώρα μας παρότι έχουμε κάνει θετικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση έχουμε δρόμο ακόμα να καλύψουμε σε ότι αφορά την ορθή χωροθέτηση των ΑΠΕ με το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος και από την άλλη επιμένουμε δυναμικά σε νέες επενδύσεις αερίου οι οποίες όχι μόνο δεν οικονομικά βιώσιμες αλλά δεν είναι και συμβατές με τους εθνικούς και ευρωπαϊκούς στόχους μείωσης εκπομπων ΑτΘ. Η δίκαιη και ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ θα πρέπει να συνδυαστεί με φιλόδοξους στόχους εξοικονόμησης ενέργειας στους τομείς των κτιρίων, των μεταφορών και της βιομηχανίας. Ενδεικτικά για τη χώρα μας, αναφέρουμε ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες για μία ουσιαστική αλλαγή στη μείωση της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Ο στόχος που έχει θέσει η χώρα μας δεν ανταποκρίνεται ούτε στον αντίστοιχο ευρωπαϊκό στόχο ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται μεταφορά πόρων από τον τομέα της εξοικονόμησης και της ενεργειακης αποδοτικότητας στον τομέα επέκτασης υποδομών ορυκτού αερίου. Αυτό που οφείλουμε να αναδείξουμε είναι ότι δεν περισσεύει ούτε ένα ευρώ για ορυκτά καύσιμα αν θέλουμε η μετάβαση να γίνει όσο το δυνατόν δικαιότερη, αποτελεσματικότερη και λιγότερο βίαιη.
Η μετάβαση σε βιώσιμες μεταφορές, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών οχημάτων και της μείωσης των αεροπορικών πτήσεων ταυτόχρονα με το σχεδιασμό στρατηγικής για τη βιώσιμη κινητικότητα στα αστικά κέντρα (αύξηση της πρόσβασης σε ΜΜΜ, μείωση των ιδιωτικών οχηματοχιλιομέτρων και κινητικότητα με μη ρυπογόνα μέσα όπως το ποδήλατο) θα μετριάσει περαιτέρω τις εκπομπές και θα ανακουφίσει την ατμοσφαιρική ρύπανση, συμβάλλοντας σε έναν υγιέστερο πληθυσμό.
Επιπλέον, η βιώσιμη αναγεννητική γεωργία και οι διατροφικές επιλογές διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στον μετριασμό των επιπτώσεων της κρίσης. Η ενθάρρυνση της μείωσης του κρέατος και η βελτίωση των γεωργικών τεχνικών μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές που συνδέονται με την παραγωγή κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Η αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων, και η προστασία των δασών και των ωκεανών, ενισχύει τη δέσμευση άνθρακα και τη βιοποικιλότητα, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του πλανήτη στην κλιματική αλλαγή. Τέλος, η αντιμετώπιση της υπερκατανάλωσης και της πλαστικής ρύπανσης είναι απαραίτητη. Η μείωση της περιττής κατανάλωσης και η μετάβαση από τα πλαστικά μιας χρήσης είναι ζωτικής σημασίας βήματα προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον, διασφαλίζοντας ότι οι επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον θα ελαχιστοποιηθούν για τις επόμενες γενιές.