Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επικ. Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Η επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου για τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου έχει αναμενόμενα δημιουργήσει το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ο πολιτικός λόγος θα στοχεύει στην άμεση αποτύπωση της εκλογικής δύναμης.
Τα μέσα που θα μεταχειριστούν οι κομματικοί αρχηγοί αποτελούν αντικείμενο διεπιστημονικών αναλύσεων που μελετούν συνδυαστικά την κοινωνία, την πολιτική και οικονομική κατάσταση, την ψυχολογία των πολιτών. Με αυτά τα δεδομένα θα δομήσουν προσεκτικά τον πολιτικό τους λόγο, ο οποίος οφείλει να είναι άρτιος ως προς τις γλωσσικές του επιλογές καθώς αυτές αντικατοπτρίζουν τις πεποιθήσεις και επομένως τον χαρακτήρα του καθενός.
Την περασμένη εβδομάδα ο Στέφανος Κασσελάκης όταν ερωτήθηκε για τις οφσόρ που έχει και το γεγονός ότι δεν έχει υποβάλλει πόθεν έσχες, ενώ όφειλε ως πολιτικό πρόσωπο, απάντησε «Μου είναι αδιάφορο το πρόστιμο, θα το πληρώσω. Δεν είσαι λογιστής μου, δεν πρόκειται να σου απαντήσω». Αναφορικά με το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών ισχυρίστηκε ότι «Μέσα σε δύο μήνες μπορούν όλα να ανατραπούν και κάθε μέρα που περνάει αισθάνομαι ότι μπορούμε να κερδίσουμε. Πιστεύω ότι είναι απολύτως εφικτό να είμαστε πρώτοι», ενώ λίγο αργότερα δήλωνε ότι «Δεν είναι αποτυχία αν χάσω με 10 μονάδες στις Ευρωεκλογές. Αυτός ο πήχης δέκα πάνω, δέκα κάτω είναι μικροπολιτικές σκοπιμότητες». Ο ίδιος πιστεύει, όπως προκύπτει από ανάρτησή του στην προσωπική του σελίδα, ότι στη Νέα Δημοκρατία «Έχουν πρόβλημα μαζί μου. Διότι η προπαγάνδα Γκρίνμπεργκ για να πετύχει θέλει έναν προβλέψιμο αντίπαλο. Κι εγώ δεν είμαι προβλέψιμος. Και όσο με περιμένουν στη γωνία, τόσο θα τους βγαίνω από αλλού».
Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι ποια ιδεολογία εκφράζεται πίσω από αυτές τις πολιτικές τοποθετήσεις. Ότι η σχέση γλώσσας-ιδεολογίας είναι αδιάρρηκτη έχει αναλυθεί εδώ και δεκαετίες από ειδικούς θεωρητικούς. Η έννοια της αλληλεπιδραστικής κοινωνιογλωσσίας ερμηνεύει τη διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η χειραγώγηση μέσω επιχειρημάτων και γλωσσικών στοιχείων. Ποιες είναι, όμως, τελικά οι πεποιθήσεις του αρχηγού του Σύριζα και που επιδιώκει να φτάσει μέσα από το θεωρητικό πλαίσιο που συγκροτεί; Τα ρητορικά σχήματα σε κομβικά ζητήματα μπορούν, τελικά, να σταθούν ως μέσο πειθούς και αν ναι, ποιο σκοπό υπηρετούν, ποιο πολιτικό κενό φιλοδοξούν να καλύψουν;
Η ελληνική εμπειρία των τελευταίων ετών έχει αποδείξει με τον πιο σκληρό τρόπο πως οι γλωσσικές στρατηγικές των κομματικών αρχηγών στοχεύουν πολύ συχνά στη δημιουργία μιας επιχειρηματολογίας που δεν έχει καμία συλλογιστική σχέση με την πρακτική επίλυση των ζητημάτων της καθημερινότητας. Η πολιτική όμως είναι λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων σε συγκεκριμένα ζητήματα, για χάρη μιας κοινωνίας που συμβιώνουν τα ετερόκλητα και ανταγωνιστικά ιδεολογικά, οικονομικά, πνευματικά και ηθικά μέλη της.
Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του πολιτικού λόγου, της πολιτικής θεωρίας και της πολιτικής εφαρμογής δεν είναι πάντα τόσο εναργής. Το ποιο επιχείρημα επιλέγει κανείς, μέχρι την επεξήγησή του, την ερμηνεία του και τελικά την αιτιολόγησή του για ένα συγκεκριμένο περιστατικό δεν είναι εύκολο να συνδεθεί χωρίς χάσματα και ασυνέχειες στο συλλογικό συνειδητό μιας κοινωνίας. Το πώς μπορεί κανείς να πείσει διαφορετικές ομάδες ανθρώπων να καταφέρουν να συγκροτήσουν μια κοινή βάση συμφερόντων σε έναν κόσμο που διαρκώς διαφωνεί για το παραμικρό είναι κάτι που σίγουρα δεν απαντάται με εκφράσεις του τύπου «δεν σε αφορά», εκτός αν θέλουμε να οδηγηθούμε σε έναν απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης, λογικής Ντόλαντ Τράμπ.