Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκ. Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συνοδεύτηκε από τις σθεναρές δημόσιες τοποθετήσεις των κυβερνώντων των μεγάλων χωρών της Γηραιάς Ηπείρου για τη δημιουργία μιας «ενωμένης Ευρώπης».
Πολύ χαρακτηριστικά, ο Βρετανός Ουίνστον Τσώρτσιλ εξέφρασε την προσδοκία «επανίδρυσης της Ευρωπαϊκής οικογένειας και του εξοπλισμού της με μια δομή που θα της επιτρέπει να ζήσει και να αναπτυχθεί ειρηνικά, υπό συνθήκες ασφάλειας και ελευθερίας», προτείνοντας τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Η οικονομική ενοποίηση, που ξεκίνησε τα αμέσως επόμενα χρόνια με τη σταδιακή δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς, θα οδηγούσε, τελικά, σε πολιτική ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές και πολιτικές κοινότητες με ένα εξαιρετικά ισχυρό οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιεχόμενο. Αυτός ο πολυδιάστατος κοινός ευρωπαϊκός τόπος που έχει διαμορφωθεί άλλαξε με το πέρασμα του χρόνου την αντίληψη των Ευρωπαίων αναφορικά με τη συλλογική τους ταυτότητα. Τι είναι όμως αυτό που πλαισιώνει και συγκροτεί την κοινή ευρωπαϊκή ιθαγένεια και σε ποια σχέση βρίσκεται με την εθνική ταυτότητα των κατοίκων της Ένωσης; Πως ορίζεται δηλαδή ο Ευρωπαίος πολίτης;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινή γλώσσα, η κοινή ιστορία, ο κοινός πολιτισμός και, φυσικά, η κοινή καταγωγή οριοθετούν τους άξονες της συλλογικής ταυτότητας και διαμορφώνουν το πλαίσιο αναφοράς της. Πολιτικά και θεσμικά η έννοια της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας εισήχθη από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ τον Δεκέμβριο του 1973 στην Κοπεγχάγη δόθηκε ένας πρώτος ορισμός της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Όπως σημειώνεται, οι λαοί των χωρών αυτών μοιράζονται μια παρόμοια στάση ζωής. Ο σεβασμός της πολιτικής, νομικής και ηθικής τάξης με τις αρχές της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται στον πυρήνα των απαιτήσεων των πολιτών που συμμετέχουν ή φιλοδοξούν να συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή κοινότητα.
Προκειμένου για τη στήριξη και ενδυνάμωση της κοινότητας απαιτήθηκε η δημιουργία μιας κοινής αγοράς, η τελωνειακή ένωση, η ελεύθερη κυκλοφορία των κατοίκων των χωρών-μελών και η χάραξη κοινών πολιτικών μέσα από τη συγκρότηση ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Ο σχηματισμός της πεποίθησης ότι υπάρχει μια κοινή ευρωπαϊκή διοίκηση απαιτούσε την καθιέρωση ύμνου, σημαίας και συντάγματος που θα συμβόλιζε τα ιδανικά της Ευρώπης. Τις πολιτικές αποφάσεις των συνθηκών της θα διασφάλιζαν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του ευρωκοινοβουλίου. Αυτό ακριβώς το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι μια φορά κάθε πέντε χρόνια στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αποτελεί θεμελιώδες για την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη.
Το στοιχείο του πολιτισμού, όμως, ήταν εκείνο που η «δυναμική φύση της ευρωπαϊκής ενοποίησης» έθετε πάντα στον πυρήνα της, σε κομβική θέση. «Η Κοινότητα συμβάλλει στην άνθιση των πολιτισμών των κρατών μελών, σεβόμενη παράλληλα την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους και ταυτόχρονα να φέρει την κοινή κληρονομιά στο προσκήνιο» διαβάζουμε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Η βάση, λοιπόν, που διαμορφώνει την κοινή ταυτότητα και νομιμοποιεί τη συμπόρευση των ατόμων της ευρωπαϊκής κοινότητας είναι ουσιωδώς και κυρίαρχα ο πολιτισμός. Και αυτό θα πρέπει να προασπιστεί η Ευρώπη αν δε θέλει να αλλοτριωθεί.
Πολύ γλαφυρά ο Μπένεντικτ Άντερσον, καθηγητής του πανεπιστημίου Κορνέλ σημείωνε το 1983 στο βιβλίο του «Φαντασιακές Κοινότητες» ότι χωρίς τη διαφύλαξη της «φαντασιακής ευρωπαϊκής κοινότητας η Ευρώπη θα κινδυνεύσει να μειωθεί σε μια καθαρά οικονομική οντότητα». Ο ευρωπαίος πολίτης, η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ιθαγένειας είναι το αποτέλεσμα μιας ενιαίας πολιτισμικής πολιτικής που δομεί το συλλογικό αίσθημα του «συνανήκειν».