Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Η δημόσια συζήτηση που άνοιξε με την ανακοίνωση των μέτρων κατά του σχολικού εκφοβισμού ή της ενδοσχολικής βίας, είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Καταδεικνύει βέβαια μια κυβέρνηση που έχει επίγνωση του μεγάλου αυτού προβλήματος, μια κοινωνία που κοιτάζει γύρω της σοκαρισμένη μ’ αυτά που συμβαίνουν μέσα και γύρω από τα σχολεία, αλλά παράλληλα διαπνέεται από μια έκδηλη αμηχανία.
Όλοι θέλουν να μην ξανακούσουν στην τηλεόραση περιστατικά ενδοσχολικής ή μαθητικής ή νεανικής ή εφηβικής βίας, όλοι επιθυμούν την αντιμετώπιση αυτών των απαράδεκτων και συχνά φρικιαστικών φαινομένων, όμως κανένας ειδικός ή φορέας δεν έχει την εύκολη λύση στο τσεπάκι του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας και των δικαστικών αρχών, περίπου 4500-5500 είναι τα περιστατικά παραβατικής συμπεριφοράς ανηλίκων που καταγγέλλονται κάθε χρόνο και με κάποιο τρόπο αντιμετωπίζονται. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπάρχουν άλλα τόσα τουλάχιστον που παραμένουν στο σκοτάδι για διάφορους λόγους. Αλλά και τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό μπούλινγκ και στις φαινομενικά σκληρές συμπεριφορές ανάμεσα σε παιδιά ή εφήβους, είναι δυσδιάκριτα. Φυσικά, όταν μιλάνε για επιθέσεις, ξυλοδαρμούς, σεξουαλικές παρενοχλήσεις ή βιασμούς, για εκφοβισμούς κάθε είδους, τότε δεν υπάρχει θέμα «ορίων». Απλώς το αναφέρω διότι η συνήθης δικαιολογία όποιου παιδιού ή εφήβου βρεθεί στο αστυνομικό τμήμα, είναι «μια πλάκα κάναμε μεταξύ μας».
Η κοινωνία θέλει να αντιμετωπίσει αυτήν την αυξανόμενη κατάσταση που σε πολλές περιπτώσεις φθάνει μέχρι τον τραυματισμό (φυσικό και ψυχικό) των παιδιών θυμάτων. Αναζητά τις αιτίες. Απλώς, ο κάθε ειδικός και ο κάθε φορέας ανάλογα με την ειδίκευση του προτάσσει τις δικές της αιτιάσεις. Άλλοι μιλούν για την διάλυση της οικογένειας ως θεσμού, άλλοι για την υπέρμετρη χρήση των κινητών τηλεφώνων και των social media, άλλοι για τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που φέρνουν οι εισοδηματικές ανισότητες, άλλοι για τις επιπτώσεις του εγκλεισμού λόγω πανδημίας, άλλοι για υπερβολική «δημοκρατικοποίηση» του σχολείου, άλλοι για την αύξηση της βίας και του ανταγωνισμού σ’ όλη την κοινωνία, άρα και στα ηλικιακά μικρότερα μέλη της. Το βέβαιο είναι ότι η παλιά κοινωνία στην οποία έζησαν οι γονείς μας κι εμείς ως παιδιά, έχει παρέλθει οριστικά.
Τα κυβερνητικά μέτρα
Η κυβέρνηση θέσπισε μια σειρά μέτρων που βασικά αφορούν το σχολείο. Κάποιοι είπαν ότι είναι μόνο τιμωρητικού χαρακτήρα και ότι έτσι δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα. Ενδεχομένως να έχουν δίκιο, πλην και οι επικριτές καταφεύγουν σε γενικότητες δίχως την παραμικρή πρακτική λύση. Λένε «θα θέλαμε μέτρα προληπτικού χαρακτήρα» ή «η νεανική βία δεν λύνεται με αστυνομικά μέτρα», αλλά τι θα έκαναν εκείνοι αν βρίσκονταν στην θέση του Μητσοτάκη και του Πιερρακάκη, δεν μας εξηγούν. Ο λόγος είναι απλός, εκτός από κάποιες ακραίες αντιπολιτευτικές συμπεριφορές που λένε διαρκώς «όχι» σε κάθε τι κυβερνητικό, οι υπόλοιποι απλώς δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν.
Ο Μητσοτάκης με τον Πιερρακάκη έδωσαν την δική τους εκδοχή με την μορφή μέτρων. Ενεργοποίησαν πλατφόρμα ενημέρωσης για περιστατικά bullying, επανέφεραν την πενθήμερη αποβολή, απαγόρευσαν δια ροπάλου την χρήση κινητών μέσα στο σχολείο, περιέγραψαν σε ποιες περιπτώσεις θα υπάρχει άμεση αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος των θυτών και θέσπισαν την υποχρέωση των γονιών να πληρώνουν τις ζημιές που κάνουν τα παιδιά τους μέσα στο σχολείο σε περιπτώσεις βανδαλισμών. Ναι, κατά μία έννοια, εκτός από την πλατφόρμα και την αναγγελία για περισσότερους σχολικούς ψυχολόγους, όλα τα υπόλοιπα κινούνται στην σφαίρα της αυστηροποίησης των ποινών. Όμως ο κ. Πιερρακάκης είπε ότι θα δεχτεί κάθε άλλη πρόταση κόμματος αντιπολίτευσης που θα κατατεθεί, αλλά ως τώρα δεν ακούστηκε τίποτα άλλο, πέραν μιας αλλόκοτης άποψης του κ. Γιώργου Τσίπρα από τον Σύριζα. Αυτός υποστήριξε ότι φταίει όλη η κοινωνία για την ύπαρξη ενός παιδιού που βανδαλίζει το σχολείο του, οπότε τις ζημιές πρέπει να τις πληρώνουμε όλοι μας και όχι μόνο οι γονείς του, διότι αυτό παραπέμπει στην θεοποίηση της ατομικής ευθύνης. Άβυσσος η ψυχή του αριστερού…
Κάποιος γνώστης του προβλήματος βέβαια, θα αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα των μέτρων που εξήγγειλε η κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι οι αιτίες βρίσκονται περισσότερο στα σπίτια και στους δρόμους παρά στα σχολεία. Και σ’ αυτή την άποψη υπάρχει δίκιο, μόνο που μια κυβέρνηση διαθέτει πενιχρά μέσα για να παρέμβει στα ενδότερα των οικογενειών. Ούτε είναι βέβαιο ότι της επιτρέπεται να το κάνει. Το παιδί που εισπράττει βία ή ημιεγκατάλειψη ή οικονομικά και ψυχικά προβλήματα μέσα στο σπίτι του, είναι βέβαιο ότι θα τα μεταφέρει στο σχολείο και στην πλατεία. Κάποιο ευάλωτο παιδί, επίσης, που βιώνει την μοναξιά και την απομόνωση της σύγχρονης μεγαλούπολης, είναι προφανές ότι θα αναζητήσει την ένταξη του στην συμμορία του δρόμου ή στην θύρα κάποιας μεγάλης ομάδας. Όμως ας μην βαυκαλιζόμαστε. Δεν υπάρχει τρόπος να παρέμβει μια κυβέρνηση σε όλα τα μεγάλα προβλήματα των καιρών μας, όπως η επίδραση της παγκοσμιοποίησης, η πολυπολιτισμικότητα των κοινωνιών μας, η απομόνωση των κατοίκων των πόλεων-τεράτων ή η αλλαγή της λειτουργίας των οικογενειακών δομών με βάση τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να διορθωθεί κατά κάποιο τρόπο η κατάσταση, να μπει ένα φρένο σε παραβατικά φαινόμενα. Δεν θα εξαλειφθούν, αλλά θα μειωθούν. Η αυστηροποίηση μπορεί να μην λειτουργήσει στο σύνολο των νεανικών πληθυσμών, μπορεί όμως να αποτρέψει ένα μέρος των παιδιών από την υιοθέτηση τους. Ούτε τα προληπτικά μέτρα μπορούν να περιλάβουν όλην την κοινωνία, αλλά αν υπάρξει ένας ψυχολόγος σε κάθε σχολείο και ένα γραφείο υποστήριξης σε κάθε μεγάλη γειτονιά, τουλάχιστον μπορούμε να πούμε ότι έχουμε αφήσει μια πόρτα ανοικτή σε όποιον θέλει να αντιδράσει. Διότι σήμερα, ακόμα κι εκείνος που θέλει να καταγγείλει ή να δραπετεύσει ο ίδιος από τέτοιες συμπεριφορές, συνήθως βρίσκει κλειστές πόρτες. Ενδιαφέρουσα τέλος είναι και η καμπάνια του υπουργείου Παιδείας ότι κανένας δεν πρέπει να σωπαίνει μπροστά σε τέτοια φαινόμενα, πλην αν δεν συνεχιστεί στο διηνεκές μέχρι να γίνει συνείδηση στο κάθε παιδί, στον κάθε γονιό, στον κάθε εκπαιδευτικό, πάλι σε κάποια χρόνια θα εξαγγείλουμε καινούρια μέτρα για ένα φαινόμενο που θα έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.