Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκ. Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Την περασμένη εβδομάδα ο Στέφανος Κασσελάκης ζήτησε όχι μόνο την παραίτηση της κυβέρνησης εντός 24 ωρών αλλά και την παρουσία διεθνών παρατηρητών για τη διενέργεια εκλογών.
Λίγες μέρες αργότερα, σε τηλεοπτική εκπομπή επανέλαβε την θέση του σημειώνοντας ότι «είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που το αδιάβλητο (ενν. εκλογών) πλέον δεν είναι δεδομένο». Στο ίδιο πνεύμα και η δήλωση του Νικόλα Φαραντούρη, καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου και Συμβούλου Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Στέφανου Κασσελάκη, ότι «θα ήταν ευχής έργον να ρίξει την κυβέρνηση η Ευρωπαία Εισαγγελέας» προκάλεσαν πολιτικές αντιδράσεις.
Στον διαρκή διάλογο για τα λάθη και τις αστοχίες της Μεταπολίτευσης πολλά έχουν καταδειχθεί. Πότε όμως σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου κανείς δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα των εκλογών. Πρόσωπα, γεγονότα, πράξεις, ιδέες, στρατηγικές και συμπεριφορές συζητήθηκαν, αμφισβητήθηκαν και απορρίφθηκαν. Ακόμη και σε κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις όμως, ακόμη και σε εκείνη του 2000 που έδειχνε άλλον νικητή στην αρχή μέχρι να ενσωματωθούν τα αποτελέσματα της Β΄ Αθήνας και τελικά άλλος πανηγύρισε στο τέλος της βραδιάς. Ακόμη και τότε κανείς δεν αμφισβήτησε το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας και κανείς δεν κάλεσε αλλοδαπό εισαγγελέα να ρίξει την εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση.
Η υπονόμευση της Δημοκρατίας και η προσπάθεια αποδόμησης της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους πολιτικούς θεσμούς και τη δικαστική εξουσία επισείουν σοβαρά τον κίνδυνο κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης της χώρας. Σε μια εποχή που οι κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με ολοένα και αυξανόμενες προκλήσεις και οι πολίτες αισθάνονται να αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας, αν χαθεί η εμπιστοσύνη τους στα θεμέλια της Δημοκρατίας τότε είναι μονόδρομος η πόλωση και ο λαϊκισμός. Αυτό προσπάθησε η αντιπολίτευση να επιτύχει με την πρόταση δυσπιστίας και την εργαλειοποίηση των Τεμπών.
Το αφήγημα της διεφθαρμένης ελίτ που κρύβει μυστικά από τους απλούς και ανυποψίαστους ανθρώπους ήταν βολικό για να προκαλέσει το αίσθημα της απειλής και να ορθώσει διαχωριστικά τείχη. Μεταχειριζόμενη συναισθηματικά και όχι ορθολογικά επιχειρήματα η αντιπολίτευση κατηγόρησε το σαθρό πολιτικό κατεστημένο, χρησιμοποιώντας τους απογοητευμένους πολίτες με σκοπό την ενίσχυση των κοινωνικών εντάσεων και τη διατάραξη της κοινωνικής συνοχής. Η αλήθεια δεν είχε και τόση σημασία ή για την ακρίβεια δεν είχε καμία σημασία. Άλλωστε ήδη από το 2016 ο όρος «μετά-αλήθεια» είχε ανακηρυχθεί από το Λεξικό της Οξφόρδης ως η λέξη της χρονιάς, καταδεικνύοντας τον σημαίνοντα ρόλο της στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης έξω από τα αληθινά δεδομένα και μέσα από τις διαρκείς εκκλήσεις στο συναίσθημα. Στον πολιτικό χώρο της «μετά-αλήθειας» η πραγματική-αντικειμενική αλήθεια δεν έχει καμία βαρύτητα, αφού το συναίσθημα είναι εκείνο που κυριαρχεί. Το πάθος ενορχηστρώνει την επιχειρηματολογία με σκοπό την επιβολή της πολιτικής γνώμης των αντιπάλων έναντι των γεγονότων.
Άλλωστε, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Νίκος Παππάς είχε από καιρό προετοιμαστεί μια κοινοβουλευτική σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ. Δε γίνεται, όπως ανέφερε, να υπάρχουν αιφνιδιασμοί σε τέτοια σοβαρά ζητήματα, πρέπει τα κόμματα να προετοιμαστούν. Ο πόνος και η θλίψη για τα θύματα των Τεμπών θα χρησίμευε ως ο ιδανικός μανδύας που θα επένδυε συναισθηματικά τη λαϊκίστική πολιτική τους. Η κοινωνικά ευαίσθητη Αριστερά θα έδειχνε για άλλη μια φορά το πλεονέκτημά της ενάντια στην αντιλαϊκή και ανάλγητη Δεξιά. Όσο για τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, είναι ίδιον των αλαζόνων να διεκδικούν τον ρόλο του αυτόκλητου σωτήρα, του λαϊκού ήρωα-τιμωρού. Και να ορθώνει το ανάστημά του προκειμένου να υπερασπιστεί το κράτος δικαίου ακόμα και ένας ομόφωνα καταδικασμένος!