Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Του Ανδρέα Μαζαράκη
Ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα στα χρόνια της Κατοχής, της Στέρησης και του Εμφυλίου, που το Αποκριάτικο εορταστικό λειτούργησε σαν ελιξίριο για να ξεπεραστούν τα πάνδεινα, και το τραγούδι κι ο χορός για να ξαναφέρουν το χαμόγελο, την ελπίδα, την λαχτάρα ζωής, που στερήθηκαν για χρόνια ολόκληρα !
Και το φάρμακο στα μαύρα χρόνια της πείνας και της στέρησης ήταν ένα και μοναδικό, γέλιο και γλέντι, ακόμα και με μπομπότα, γέλιο και γλέντι ακόμα και κάτω από την μπότα. Και την αφορμή την δίνουν οι Αποκριές, και οι κατακτητές τις χρησιμοποιούσαν σαν άλλοθι ότι δεν δυναστεύουν τον λαό μας. Και μας χαρίζανε μια-δυο ώρες παράταση στον νυκτερινό συναγερμό. Απόκριες λοιπόν της Κατοχής και των πρώτων χρόνων της Απελευθέρωσης.
H πρώτη Αποκριά της Κατοχής γιορτάστηκε το 1942.
H κατάρρευση των μετώπων της Αλβανίας και της Μακεδονίας, μετά την επίθεση και του Αδόλφου Χίτλερ κατά της χώρας μας που έγινε τον Απρίλη του 1941, έφερε ένα καινούργιο σκηνικό και στην Αθήνα που άρχισε να ζει κάτω από το πέλμα των κατακτητών. Έτσι n Αποκριά του 1942 βρήκε τους Αθηναίους πεινασμένους, ταλαιπωρημένους από τις διώξεις και σε καθόλου καλή ψυχολογική κατάσταση. Όμως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θέλησαν, έτσι για το γούρι, όπως είπαν, να γιορτάσουν τις Απόκριες.
Οι περιορισμοί της κυκλοφορίας τις νυχτερινές ώρες και οι κίνδυνοι που υπήρχαν δεν επέτρεπαν βέβαια δημόσιες αποκριάτικες εκδηλώσεις, τα πρώτα τουλάχιστον κατοχικά χρόνια. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι γιόρτασαν την πρώτη κατοχική Αποκριά στα σπίτια τους. Έγιναν τα «πάρτι» των πειναλέων με κάποιους περιστασιακούς. Παρασκευάσθηκαν δηλαδή κεφτέδες από ρεβίθια, ελλείψει κρέατος, προσφέρθηκαν γλυκά παρασκευασμένα από ξερές σταφίδες και ξερά σύκα, τούρτες από χαρουπάλευρο και χαρουπόμελο και το μόνο που είχε μείνει ανόθευτο ήταν η ρετσίνα, που καταναλώθηκε άφθονη στην περίοδο της Αποκριάς για να κάνει τους Αθηναίους να ξεχάσουν λίγο τα βάσανά τους σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια που είχαν την ατυχία να ζήσουν.
Τα «μασκέ» του 40
Πολλά από τα αθηναϊκά πάρτι που έγιναν τις Απόκριες του 1942, 1943 και 1944 ήταν «μασκέ». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο βρήκαν το κουράγιο αλλά και το θάρρος πολλοί και πολλές να ντυθούνε μασκαράδες. Βρήκαν παλιά αποκριάτικα κοστούμια στα μπαούλα και τα ξεσκόνισαν. Έφτιαξαν μόνοι τους φορεσιές αποκριάτικες, συνδυάζοντας διάφορα ρούχα και χρησιμοποίησαν ακόμη και παλιές στολές στρατιωτικές από μέλη της οικογενείας τους που είχαν πάει στον πόλεμο.
Τα γραμμόφωνα κουρδίστηκαν, τα πιάνα και οι κιθάρες επιστρατεύθηκαν και αφού κλείνονταν καλά πόρτες και παράθυρα για να μην ακούγονται έξω οι μουσικές, άρχιζε το πάρτι, o κατοχικός χορός μεταμφιεσμένων, το οικογενειακό γλέντι και ανάμεσα στα γέλια και τ’ αστεία, ακούγονταν πολλές ευχές για «Λευτεριά».
Στα αποκριάτικα γλέντια της κατοχικής Αθήνας μεγαλύτερη συμμετοχή είχαν οι νέοι και οι νέες, γιατί, όπως ήταν φυσικό, ήταν και οι πιο αισιόδοξοι, οι περισσότερο τολμηροί και εκείνοι που δεν είχαν και μεγάλη συναίσθηση των κινδύνων. Οι μεγαλύτεροι μετείχαν κι αυτοί αλλά με λιγότερο κέφι, επειδή είχαν δει πολλά τα μάτια τους στη ζωή. Είχαν μεγαλύτερη συναίσθηση των κινδύνων, είχαν πονέσει περισσότερο με την τραγωδία φίλων και συγγενών που είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους στον πόλεμο κι έβλεπαν καθημερινά τα νέα θύματα της κατοχής, αυτούς που άφηναν την τελευταία τους πνοή στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, εξαντλημένοι απ’ την πείνα και την εξαθλίωση.
Στην περίοδο της κατοχής η Αποκριά γιορταζόταν και σε μερικές ταβέρνες και κοσμικά κέντρα, όπου όμως πήγαιναν και Γερμανοί και Ιταλοί, γι’ αυτό απέφευγαν εκεί να συχνάζουν όσοι δεν ήθελαν να έχουν ομοτράπεζους τους κατακτητές. Εκεί διασκέδαζαν περισσότερο οι συνεργάτες του εχθρού, οι μαυραγορίτες και μερικά καθάρματα που έπαιζαν το ρόλο του χαφιέ.
Στην περίοδο της Κατοχής απαγορευόταν να κυκλοφορούν στους δρόμους μεταμφιεσμένοι και κυρίως να φορούν μάσκες. Κάθε φορά έβγαινε διαταγή που απαγόρευε την κυκλοφορία μασκοφόρων. Έλεγαν ότι οι Αρχές Κατοχής και οι ντόπιοι συνεργάτες τους φοβόντουσαν μήπως με την ευκαιρία του μασκαρέματος και της μάσκας, κυκλοφορήσουν πρόσωπα τα οποία καταδιώκονταν ή οπωσδήποτε αναζητούνταν από τους κατακτητές γιατί είχαν σημειώσει δράση εναντίον τους.
Έτσι στους αθηναϊκούς δρόμους δεν έβλεπε κανείς μασκαράδες στην περίοδο της Αποκριάς. Μόνο μερικά μικρά παιδιά ντύνονταν και έκαναν τον Κυριακάτικο περίπατό τους στην πλατεία του Ζαππείου, διατηρώντας το παλαιό έθιμο και σ’ αυτή τη μαύρη περίοδο της κατοχής.
Ακόμη και στην Πλάκα, την παραδοσιακή συνοικία της Αθήνας, τη γνωστή για την εορταστική της ατμόσφαιρα στην περίοδο της Αποκριάς, τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά. Κατήφεια, μελαγχολία, ακεφιά και ψυχρότητα στον κατ’ εξοχήν χώρο, όπου άλλοτε γλεντούσαν οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες την Αποκριά, όπου η ρετσίνα έρρεε σχεδόν στους δρόμους, όπου ακούγονταν τα μελωδικά τραγούδια από τους μεταμφιεσμένους και πολλοί Χόρευαν στη μέση του δρόμου.
Οι πρώτες ελεύθερες Αποκριές
Οι πρώτες ελεύθερες Απόκριες γιορτάστηκαν –τρόπος του λέγειν– το 1945. Ήταν o κόσμος ακόμη πολύ ταλαιπωρημένος από τα μαύρα χρόνια της κατοχής, ήταν ακόμη πεινασμένος και στην Αθήνα οι άνθρωποι δεν είχαν συνέλθει από το μεγάλο δράμα του εμφύλιου, που κορυφώθηκε με το κίνημα του Δεκέμβρη του 1944. Τότε η Αθήνα περνούσε τις πιο δύσκολες μέρες της.
Πού κέφι και όρεξη για γλέντια; Ακόμη δεν είχαν σκεπαστεί οι τάφοι των αμέτρητων νεκρών εκείνης της περιόδου. Πολλοί δεν είχαν γυρίσει στα σπίτια τους. Άλλοι ήταν κυνηγημένοι και κρύβονταν. Αρκετοί είχαν πιαστεί όμηροι και βρίσκονταν ακόμη στην επαρχία. Άλλοι δεν τολμούσαν να περάσουν απ’ τα σπίτια τους γιατί ήξεραν ότι δεν θα προλάβουν να πατήσουν ούτε το κατώφλι τής εξώπορτας.
Άλλωστε υπήρχε ακόμη μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση τροφίμων. Η πείνα θέριζε πολλές αθηναϊκές οικογένειες. Γίνονταν ακόμη και τότε κάποιες διανομές τροφίμων με το δελτίο αλλά σε ποσότητες που βέβαια δεν επαρκούσαν για να χορτάσει κανείς και να χοροπηδήσει. Έλεγαν μερικοί και με το δίκιο τους, ότι η παροιμία «Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει», ταίριαζε όσο ποτέ άλλοτε εκείνη την περίοδο. Αλλά εκτός της πείνας δεν υπήρχε και διάθεση. Η ψυχολογική κατάσταση του λαού ήταν τόσο άσχημη που κανείς δεν είχε το νου του στην Αποκριά. Πέρασε εκείνη τη χρονιά αυτή η μεγάλη γιορτή της χαράς και του γλεντιού χωρίς να την θυμηθεί σχεδόν κανείς, ούτε κι αυτά τα παιδιά.
Το 1946 ήταν o πρώτος μεταπολεμικός χρόνος που οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες κατάλαβαν κάπως τις Απόκριες. Η ζωή είχε αρχίσει να επανέρχεται στον παλιό της ρυθμό. Τα πράγματα είχαν λίγο ισορροπήσει. Τα τρόφιμα ήταν περισσότερα. Οι δουλειές είχαν κι αυτές ανοίξει. Άλλωστε το σύνθημα του εορτασμού το έδωσαν και οι επιχειρηματίες των κέντρων διασκεδάσεως και οι ταβερνιάρηδες. Αρκετά είχαν στερηθεί την πελατεία τους κι έπρεπε με κάθε τρόπο να την ξαναποκτήσουν γι’ αυτό βρήκαν ευκαιρία με τις Απόκριες να κάνουν έναρξη μιας νέας περιόδου.
Τα παλιά κέντρα της Αθήνας
Η δίψα του κόσμου να γλεντήσει ήταν μεγάλη κι αυτό βοήθησε όλους εκείνους που έστησαν ακόμη και καινούργια μαγαζιά για να δουλέψουν την περίοδο της Αποκριάς. Τα παλιά γνωστά νυκτερινά αθηναϊκά κέντρα, όπως η «Αρζεντίνα» της oδού Φιλελλήνων και το «Φλέρτινγκ» της οδού Όθωνος, έκαναν μεγάλη διαφήμιση. Στο πρώτο τραγουδούσε η ντιζέζ Ιωάννα Άλβα, μια καλή τραγουδίστρια που έκανε επιτυχημένη καριέρα εκείνα τα χρόνια και μάλιστα εκείνη την Αποκριά λάνσαρε το Τότε τελευταίο σουξέ της Ιμπέριο Αρζεντίνα με τον τίτλο «Σιλέντσιο ε λα νότσε». Στο «Φλέρτινγκ» ήταν o Γιάννης Σπάρτακος με την ορχήστρα του κι εκεί χόρεψαν τα αποκριάτικα βράδια οι κοσμικοί της Αθήνας που ξανάβρισκαν το παλιό τους κέφι και θυμόντουσαν την παλιά καλή εποχή και τα γλέντια τα προπολεμικά.
Το κέντρο «Μοστρού» στο Γαλάτσι, γνωστό από παλιά, οργανώθηκε στην περίοδο εκείνη και τις Απόκριες του 1946 προσκαλούσε τους Αθηναίους και τις Αθηναίες να πάνε να γλεντήσουν. Διαφήμιζε μάλιστα, όπως συνήθιζε, χαμηλές τιμές γιατί εκείνη τη χρονιά είχε κι έναν πρόσθετο λόγο: οι συγκοινωνίες ήταν δύσκολες κι έπρεπε κάτι περισσότερο να προσφέρει στις παρέες που θα αποφάσιζαν να φτάσουν μέχρι το Γαλάτσι — άκρη Θεού τότε — για να γλεντήσουν την Αποκριά. Τα κέντρα της Αθήνας ήταν πολλά και είχαν τιμές ταμπλ ντ’ οτ από 20.000-30.000 δρχ. το άτομο. Παρά τις απενταρίες του κοσμάκη δούλεψαν καλά, γιατί όλοι προσπάθησαν να κάνουν από αλλού οικονομία και να Ράνε ένα βράδυ να γλεντήσουν σαν άνθρωποι το καρναβάλι