Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ευστάθιου Λιακόπουλου, Founder & CEO, BSS
«Δεν είναι για εμάς αυτά τα κεφάλαια, είναι για τις μεγάλες επιχειρήσεις». «Τα προγράμματα είναι δύσκολα και οι διαδικασίες είναι για τους μεγάλους».
Πόσες φορές δεν βρεθήκαμε σε συζητήσεις και δεν ακούσαμε ανάλογους προβληματισμούς; Από την άλλη, όλοι μας γνωρίζουμε ότι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Για τον λόγο αυτό, έχει δημιουργηθεί ένα εκτεταμένο πλαίσιο υποστήριξης της ανάπτυξης των ΜμΕ. Από την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση για συγχωνεύσεις ή εξαγορές, έως τις επιχορηγήσεις και φοροαπαλλαγές των επενδυτικών τους πλάνων ή τις επιδοτήσεις πρόσληψης προσωπικού. Επομένως, είναι σημαντικό να τελειώνουμε μια και καλή με τους προηγούμενους προβληματισμούς, απαντώντας σαφώς και απολύτως την ερώτηση: «Είναι τα προγράμματα προσανατολισμένα και επικεντρωμένα περισσότερο στις μεγάλες επιχειρήσεις;»
Η απάντηση είναι: «Όχι. Τουναντίον!».
Πρόγραμμα στο οποίο ευνοούνται οι μεγάλες επιχειρήσεις έναντι των μικρών δεν υπάρχει.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί στην Ελλάδα – αλλά και σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο – οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι μικρές και τα μεγαθήρια λιγότερα. Ακόμη και κάποια από τα γνωστότερα μεγαθήρια, ξεκίνησαν από έναν μικρό χώρο και κατάφεραν να γιγαντωθούν.
Η ΜμΕ στην Ελλάδα απασχολεί το 83% των εργαζομένων και συνεισφέρει το 60% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Τα αντίστοιχα νούμερα για χώρες του ΟΟΣΑ με τη μικρότερη συμβολή της ΜμΕ στην οικονομία τους είναι 68% και 59% αντίστοιχα – πράγμα που απλά τεκμηριώνει την απανταχού πλειοψηφία της μικρομεσαίας επιχείρησης. Πέραν αυτού όμως, στην Ελλάδα οι ΜμΕ απαρτίζουν το 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα.
Κατανομή των ΜΜΕ σε Ελλάδα και Ευρώπη
Γιατί λοιπόν, δεδομένων όλων αυτών που αναφέραμε, υπάρχει η αντίληψη από ορισμένους ιδιοκτήτες ΜμΕ ότι θα συναντήσουν δυσκολίες σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή τους σε τέτοια προγράμματα; Γιατί όντως ενδέχεται να έχουν δυσκολία πρόσβασης αλλά για άλλον, πολύ σημαντικό λόγο, τον οποίο θα αναλύσουμε παρακάτω.
Η Ελλάδα διήλθε της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που βίωσε χώρα του δυτικού κόσμου τον 21ο αιώνα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, ορθώς έδωσαν έμφαση σε θέματα βιωσιμότητας. Έτσι δημιουργήθηκαν προβλήματα στις λογιστικές τους καταστάσεις όπως επισφάλειες και χαμηλή κερδοφορία ή ζημίες. Ταυτόχρονα, η χρηματοοικονομική διοίκηση στις περισσότερες εξ αυτών τελείται μέσω απλής λογιστικής υποστήριξης και μάλιστα όχι μόνιμης, αντί μίας οργανωμένης οικονομικής διεύθυνσης. Επομένως υπάρχει πληθώρα επιχειρήσεων ικανού μεγέθους, που όμως δεν απολαμβάνουν της ολιστικής προσέγγισης μίας χρηματοοικονομικής διοίκησης. Δεν έχουν γνώση της πιστοληπτικής διαβάθμισης που χρησιμοποιούν τα χρηματοπιστωτικά και άλλα ιδρύματα (Τράπεζες, Ιδιωτικά Κεφάλαια, Θεσμικοί Φορείς κλπ.), γνώση της διαδικασίας αξιολόγησης ενός επενδυτικού σχεδίου ή γνώση του τρόπου υποβολής και αξιολόγησης των αιτημάτων τους. Επίσης, στερούνται καθημερινής επαφής με τους αρμόδιους και ενημέρωσης για την πληθώρα των προγραμμάτων που πλέον προσφέρονται.
Το αποτέλεσμα είναι η ελληνική ΜΜΕ να αδικεί τον εαυτό της και να παρουσιάζει χαμηλή παραγωγικότητα σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό σε όλες τις κατηγορίες:
Παραγωγικότητα μικρών επιχειρήσεων (€000 / εργαζόμενος)
Παραγωγικότητα των μεσαίων επιχειρήσεων (€000 / εργαζόμενος)
Εκτός τούτου, στερείται εξωστρέφειας σε σχέση με την ανταγωνίστρια ευρωπαϊκή επιχείρηση:
Εξαγωγές / Πωλήσεις μικρών επιχειρήσεων
Εξαγωγές / Πωλήσεις μεσαίων επιχειρήσεων
Επομένως, υπάρχει σαφής διάσταση μεταξύ του τρόπου οργάνωσης της χρηματοοικονομικής διοίκησης που ακολουθείτο προ 5 ετών και του τρόπου που επιβάλλουν οι σύγχρονες συνθήκες. Πλέον, έχουμε περάσει από το στάδιο της επιβίωσης σε αυτό της εξέλιξης και ανάπτυξης και πρέπει να προσαρμοστούμε. Ας τολμήσουμε.