Έργο αποκατάστασης του αμυντικού πύργου και του οχυρωματικού περιβόλου του κτηριακού συγκροτήματος της Νέας Μονής στη Χίο, εξέχοντος μνημείου του 11ου αι., εγγεγραμμένο στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, εκτελεί η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων.
Όπως πληροφορεί ανακοίνωση του ΥΠΠΟ, με την ολοκλήρωση του έργου το 2025, το δυτικό τμήμα της περιβόλου της Μονής καθίσταται προσβάσιμο και επισκέψιμο. Το έργο, προϋπολογισμού 700.000 ευρώ, χρηματοδοτείται από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Με τις προβλεπόμενες επεμβάσεις στερέωσης, συντήρησης και αποκατάστασης του οχυρωματικού περιβόλου και του αμυντικού πύργου του κτηριακού μοναστηριακού συγκροτήματος, αποκαθίσταται συνολικά και αναδεικνύεται το μνημειακό συγκρότημα της Νέας Μονής. Με τις επεμβάσεις που είναι σε εξέλιξη, το εξέχον βυζαντινό μνημείο και ιστορικό τοπόσημο της Χίου, διεθνούς εμβέλειας, καθίσταται στο σύνολό του προσβάσιμο και επισκέψιμο. Οι συγκεκριμένες επεμβάσεις εντάσσονται σε ένα σύνολο έργων που εξυπηρετεί τον συνολικό στρατηγικό σχεδιασμό του Υπουργείου Πολιτισμού για την ανάδειξη και προβολή του εξαιρετικά σημαντικού πολιτιστικού αποθέματος των νησιών του βορείου Αιγαίου, στη μεγάλη ιστορική διαχρονία. Τα έργα, στο σύνολό τους, περιλαμβάνονται στην “Πολιτιστική Χάρτα Ανάπτυξης και Ευημερίας” με στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής και αναπτυξιακής δυναμικής των νησιών μας. Ειδικά για τη Χίο, με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης εκτελούνται έργα συντήρησης και αποκατάστασης σε σημαντικά μνημεία, όπως ο Ταξιάρχης στα Μεστά, ο Άγιος Γεώργιος στη Σιδηρούντα, ο Άγιος Θαλελαίος στο Άγιο Γάλας, ενώ σε διαδικασία δημοπράτησης τελεί η επέκταση και αναβάθμιση του Αρχαιολογικού Μουσείου του νησιού, προϋπολογισμού περίπου 17.000.000 ευρώ. Στόχος μας είναι τα έργα να ολοκληρωθούν το 2025, να αποδοθούν στους κατοίκους του νησιού, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος, επενδύοντας στη βιώσιμη ανάπτυξη του νησιωτικού οικοσυστήματος».
Η Νέα Μονή ιδρύθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα με αυτοκρατορική χορηγία. Το μοναστηριακό συγκρότημα τειχίζεται με υψηλό περίβολο και προστατεύεται από αμυντικό πύργο ακολουθώντας την τυπική διάταξη των κτηρίων στα μοναστήρια των βυζαντινών χρόνων. Στο μέσο δεσπόζει το Καθολικό ενώ σε μικρή απόσταση από αυτό βρίσκεται η Τράπεζα, ο χώρος κοινής εστίασης των μοναχών στο κοινοβιακό σύστημα. Το 1049 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν επί της βασιλείας της Θεοδώρας (1055-1056).
Την περίοδο της Γενουατοκρατίας (1346), το γόητρο της Νέας Μονής αυξήθηκε και η ευημερία και η ακμή της συνεχίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μετά το 1566. Αρχικά, η Μονή ακολούθησε το κοινοβιακό σύστημα έως την πρώτη ερήμωση (τέλη 11ου αιώνα), οπότε και εγκαταλείφθηκε. Όταν εγκαταστάθηκαν νέοι μοναχοί, υιοθετήθηκε ένα ιδιόρρυθμο σύστημα με κάποια κοινοβιακά στοιχεία, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι και το 1950. Κατά το διάστημα των 1.000 σχεδόν χρόνων της ύπαρξής της, η Μονή δοκιμάστηκε πολλές φορές. Το πρώτο πλήγμα ήταν η καταστροφή και οι λεηλασίες του 1822. Το επόμενο πλήγμα ήταν ο σεισμός του 1881, καθοριστικός τόσο για τα κτίσματα όσο και για τα οικονομικά της Μονής.
Από το αρχικό συγκρότημα του 11ου αιώνα, διατηρούνται σήμερα το Καθολικό, η κινστέρνα (δεξαμενή), ο πύργος, τμήμα της Τράπεζας και ο Ναός του Αγίου Λουκά στο κοιμητήριο της Μονής, εκτός του τείχους. Ο υπόλοιπος χώρος καταλαμβάνεται από άλλα κοινόχρηστα κτήρια και κυρίως από πτέρυγες κελιών, που χρονολογούνται στον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα.
Μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η Μονή ήταν ανδρική. Το 1946, μετά τον θάνατο του τελευταίου μοναχού, η Μονή ερημώθηκε έως το 1950, όταν η Μητρόπολη Χίου, στην προσπάθειά της να κρατήσει το μοναστήρι ζωντανό, το μετέτρεψε σε γυναικείο, οπότε εγκαταστάθηκαν σε αυτό μοναχές. Το 2000, η Νέα Μονή κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος μεγάλης έκτασης καθώς περιλαμβάνει το περιτειχισμένο μοναστηριακό συγκρότημα, τα κτίσματα εκτός του περιβόλου, τον κοιμητηριακό ναό των μοναχών εκτός του τείχους, δύο ναΐδια που υπάγονται στη Μονή και βρίσκονται σε μικρή απόσταση από αυτή, τον Ναό του Αγίου Αντωνίου και τον Ναό του Αγίου Φανουρίου, καλλιεργημένες εκτάσεις, καθώς και μεγάλες δασικές εκτάσεις. Το 1990, το Καθολικό της Μονής περιλήφθηκε στον Κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, σε κοινή εγγραφή με το Καθολικό της Μονής Δαφνίου στην Αττική και της Μονής Οσίου Λουκά στη Βοιωτία. Από το 2014, λειτουργεί ως ανδρώα Μονή.