Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Το αναφωνούν όχι μόνο παππούδες και γιαγιάδες, στα σπάνια οικογενειακά τραπέζια που επιτρέπουν οι ταχύτητες και οι αποστάσεις της εποχής μας. Δυστυχώς το αναφωνούν και αρκετά νεώτεροι άνθρωποι, καθόλα λειτουργικοί και παραγωγικότατοι, που δυσκολεύονται όμως να αφομοιώσουν τις τεράστιες αλλαγές που συντελούνται γύρω τους. Αναφωνούν λοιπόν: «Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει, πως έγινε ξαφνικά έτσι ο κόσμος;».
Πρόκειται για ένα είδος απορίας και απόγνωσης μαζί, που εκφράζεται κάθε φορά για διαφορετικό λόγο, αλλά όλο και πιο συχνά, όλο και πιο εμφατικά. Και με κάθε αφορμή. Από το μακελειό στην Γλυφάδα με τους τρεις νεκρούς της εφοπλιστικής οικογένειας και τον αυτόχειρα δολοφόνο, μέχρι την καθημερινή δολοφονία χαρακτήρων που συντελείται στα social media και στις τηλεοπτικές εκπομπές. Από τις συρράξεις των συμμοριών ανηλίκων στα συνοικιακά πάρκα, μέχρι τους βιασμούς και τις εκπορνεύσεις ανήλικων κοριτσιών και αγοριών, από μέλη της ίδιας τους της οικογένειας.
Από την συστηματική διάψευση και καταβύθιση κοινωνικών προτύπων αλληλεγγύης, όπως ο Πατέρας Αντώνιος ή ο Πολυχρονόπουλος, μέχρι τα γαζώματα νονών της νύχτας σε καφετέριες και βενζινάδικα. Από τις διαρκείς επαναστατικές αλλαγές στην ιατρική και την βιολογία, μέχρι την νομιμοποίηση και θεσμοθέτηση πρωτόγνωρων μορφών ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς σαν τον γάμο των ομόφυλων. Από τα αιματηρά τρομοκρατικά χτυπήματα ανά τον κόσμο, μέχρι την ακόμα πιο αιματηρή απάντηση σ’ αυτά, μέχρι σημείου να μην ξεχωρίζει το δίκιο από το άδικο. Από την απίστευτη αγριότητα των φυσικών φαινομένων που δέρνουν τις ανθρώπινες κοινωνίες, μέχρι τον κυνισμό κάποιων πολιτικών ηγεσιών που αρνούνται να αντικρύσουν την κατάρρευση της φύσης που εμείς έχουμε επιφέρει.
Φυσικά, ποτέ οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν έμεναν στάσιμες, μονίμως άλλαζαν, μετασχηματίζονταν, είχαν μια κίνηση προς τα εμπρός ή προς τα πίσω, δημιουργώντας αμηχανία ή σύγχυση ή φόβο σ’ ένα κομμάτι τους. Στους μεγαλύτερους σε ηλικία, στους πιο φτωχούς, στους πιο ευάλωτους, στους πιο δυσπροσάρμοστους, στους λιγότερο μορφωμένους, σε κείνους που ζουν μέσα σε παραδοσιακές συντηρητικές δομές. Για παράδειγμα, οι αγροτικές κοινωνίες ή πληθυσμοί με έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, ήταν πάντα πιο φοβικοί και αντιδραστικοί από τους ανθρώπους των αστικών κέντρων ή από τα στρώματα που ασχολούνται με το εμπόριο και την θάλασσα. Τα συντηρητικά κομμάτια των κοινωνιών μας, μήτε τις βελτιωτικές αλλαγές βλέπουν με καλό μάτι, μήτε φυσικά στις αλλαγές προς το χειρότερο, τις οποίες είναι λογικό να απεχθάνονται και να φοβούνται.
Απλώς παλιότερα οι αλλαγές στους τρόπους παραγωγής, στις οικονομικές σχέσεις, στην οργάνωση της κοινωνίας και στην συμπεριφορά των ατόμων και των ομάδων ήταν σχετικά αργή. Αυτό έδινε την δυνατότητα να αφομοιωθούν οι αλλαγές στα μυαλά και στην πρακτική των ανθρώπων, οπότε ακόμα κι εκείνοι που δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν δεν βρίσκονταν υπό το καθεστώς πανικού. Στην εποχή μας όμως όλα μοιάζουν να αλλάζουν με ταχύτητα φωτός, τόσο αυτά που βελτιώνουν και διευκολύνουν την ζωή μας όσο και εκείνα που την δυσκολεύουν και την αγριεύουν.
Πάντα υπήρχε το χάσμα των γενεών που δεν ήταν παρά η ηλικιακή αντανάκλαση των αλλαγών αυτών, ποτέ όμως η διαδοχή των γενεών δεν ήταν τόσο γρήγορη όσο σήμερα. Οι εικοσιπεντάρηδες αδυνατούν πια να συνεννοηθούν με τους εικοσάρηδες, οπότε φανταστείτε πως φαίνεται η εξαγριωμένη κοινωνία των δεκαεξάρηδων στους σημερινούς εξηντάρηδες. Οπότε ένας Αιγύπτιος επιστάτης που μπαίνει με μια καραμπίνα και σκοτώνει τρία πρώην αφεντικά του, προσομοιάζει μια χαρά με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια βίας με τα οποία μεγάλωσε ο σημερινός δεκαοκτάρης. Αλλά για τον πενηντάρη που έζησε σε πιο ήρεμους καιρούς, ένα τέτοιο μακελειό μοιάζει με φρικαλέα εισαγωγή ηθών από το Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης.
Αντιστοίχως, τα σημερινά παιδιά που έχουν φοιτήσει σε τάξεις δημοτικού και γυμνασίου όπου το 50% των συμμαθητών τους ήταν παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών, μπορούν άνετα να αφομοιώσουν τις αλλαγές στον θεσμό της οικογένειας, σαν τον γάμο των ομόφυλων ή την αποδοχή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας σε όλες τις μορφές της. Ο παλιότερος, ακόμα και ανοικτόμυαλος και μορφωμένος να είναι, μπορεί να πει το «ναι», αλλά εντός του κάτι αντιδρά. Πολλοί το εξωτερικεύουν πολιτικά και κοινωνικά, αλλά γενικώς οι παλιότερες γενιές ζουν μέσα σ’ έναν τέτοιο στρόβιλο διαρκών αλλαγών που νιώθουν σαν τους παρασέρνει χιονοστιβάδα.
Η μόνιμη επωδός είναι ότι «κάτι πρέπει να κάνει το κράτος». Μάταιη προσέγγιση. Το κράτος αλλάζει κι αυτό παρέα με την κοινωνία που διοικεί. Οπότε αλλάζει προς το θετικό σε ορισμένα και προς το χειρότερο σε άλλα. Οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί διογκώνονται, αλλά η αποτελεσματικότητα του κατασταλτικού έργου συνολικά μειώνεται. Η κρατική δυνατότητα φροντίδας του πληθυσμού αυξάνεται, αλλά και οι κοινωνικές ανάγκες αυξάνονται εκθετικά. Θα συνεχίσουμε να ζούμε μ’ αυτή την διελκυστίνδα, ο κόσμος μας και οι τεχνολογίες του θα αλλάζουν με τόσο μεγάλη ταχύτητα που κάθε μήνα θα νομίζουμε ότι κοιμόμασταν είκοσι χρόνια και ξυπνήσαμε σε μια καινούρια κοινωνία. Είναι το κόστος των καιρών που έτυχε να γεννηθούμε. Ευτυχείς οι προσαρμοστικοί…