Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Πάνου Μπαϊλη
Μετά τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία, η Σύνοδος και ο Αρχιεπίσκοπος θα κληθούν να αντιμετωπίσουν (για μια ακόμη φορά) και το θέμα του διαχωρισμού Κράτους -Εκκλησίας. ‘Ηδη, ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ.Στέφανος Κασσελάκης αναφέρθηκε σε αυτό και μάλιστα έδωσε εντολή στον επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Σωκράτη Φάμελλο να ετοιμάσει την νομοθετική πρόταση προκειμένου να κατατεθεί στη Βουλή.
Σύμφωνα με τις “κατευθύνσεις” που δόθηκαν, η πρόταση θα στηρίζεται στο σχέδιο της αξιοποίησης της περιουσίας που είχαν επεξεργαστεί ο Αλέξης Τσίπρας με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο το Νοέμβριο του 2018. Το σχέδιο, τότε, είχε ναυαγήσει μετά την έντονη αντίδραση του συνόλου των μητροπολιτών.
Κασσελάκης: Πρόθεση να καταθέσει την πρόταση νόμου για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας
Ο Στέφανος Κασσελάκης μίλησε για την πρόθεσή του να καταθέσει την πρόταση νόμου για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας κατά την τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, η οποία χειροκρότησε την πρωτοβουλία.
Το θέμα, σύμφωνα με πληροφορίες, φαίνεται να το συζήτησε και στην πρόσφατη συνάντηση με τον κ.Ιερώνυμο, ο οποίος δεν είναι αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά έχει απέναντί του την Ιεραρχία.
Όπως προβλεπόταν στο σχέδιο Τσίπρα –Ιερώνυμου, η Πολιτεία θα αποδεσμευόταν από τη μισθοδοσία του κλήρου, διασφαλίζοντας όμως στην Εκκλησία τους πόρους που απαιτούνται γι’ αυτή. Αφετέρου, Πολιτεία και Εκκλησία είχαν συμφωνήσει στην από κοινού αξιοποίηση αμφισβητούμενων μεταξύ τους εκτάσεων, χωρίς να περιμένουν να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Η συμφωνία, τότε, στηριζόταν σε δύο άξονες. Ο πρώτος αφορούσε σε ένα σχέδιο συμφωνίας δεκαπέντε σημείων, με τον τίτλο «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας», το οποίο παρουσιάστηκε τον Νοέμβριο του 2018. Ο δεύτερος αφορούσε την υλοποίηση της συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας, που εκπονήθηκε από την κυβέρνηση μετά από διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
Αυτή είναι η συμφωνία που έμεινε στο συρτάρι το 2019
Με τη συμφωνία αναγνωρίζονταν ότι το ελληνικό κράτος είχε αποκτήσει στο παρελθόν περιουσία της Εκκλησίας χωρίς να καταβάλει πλήρη αποζημίωση και, ως ανταπόδοση, ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου. Στο εξής, η Πολιτεία θα σταματούσε να μισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς, αλλά θα κατέβαλε σε ειδικό ταμείο ετήσια επιδότηση, από την οποία η Εκκλησία θα μισθοδοτεί τους υπηρετούντες κληρικούς. Η Εκκλησία θα παραιτούνταν από οποιεσδήποτε αξιώσεις για πλημμελώς αποζημιωθείσα περιουσία της που απέκτησε στο παρελθόν το ελληνικό κράτος, ενώ επίσης θα διασφαλίζονταν οι οργανικές θέσεις των υπηρετούντων κληρικών, με την Εκκλησία να μπορεί στο εξής να ιδρύει νέες θέσεις κληρικών μόνο από δικούς της πόρους. Παράλληλα, είχε συμφωνηθεί η διαχείριση και αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων που διαμφισβητούνται μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας να ανατεθούν στο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο θα ιδρύονταν και διοικούνταν από κοινού από Πολιτεία και Εκκλησία, με επιμερισμό κατά ίσο μέρος των εσόδων και υποχρεώσεών του.
Πιο αναλυτικά ,βάσει της συμφωνίας, το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939- οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος- απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία, με μορφή επιδότησης, ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή, παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
Οι περιπέτειες της περιουσίας από συστάσεως ελληνικού κράτους
Το 1833, η αντιβασιλεία του Όθωνα απεφάσισε με τη βία τη διάλυση 400 περίπου Μοναστηριών, των οποίων η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο.
Το 1836 γίνεται η δεύτερη αναγκαστική απαλλοτρίωση, με βαρύτατη έμμεση φορολογία και πλειστηριασμούς.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν το 1843 με διάταγμα όλη η κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιήλθε στο Δημόσιο, του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία ανέλαβε όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου…”.
Ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε από μία διαρκή κόντρα Εκκλησίας και Πολιτείας για την περιουσία, με το νέο κράτος να προσπαθεί να αποκαταστήσει τους ακτήμονες, αλλά και τους πρόσφυγες που είχαν διασκορπιστεί λόγω των συνεχών πολέμων σε όλη τη χώρα. Με τον αγροτικό νόμο του 1917 επιβλήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών κτημάτων. Από το 1917 ως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών. Το Κράτος καθόρισε αυτό το αντίτιμο, κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο τα 40 εκατομμύρια και σήμερα φαίνεται να οφείλει ακόμα τα 960! Σύμφωνα με υπολογισμούς, κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργικής γης της Εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες.
Την περίοδο προ του 1945, επί χρόνια την μισθοδοσία των Ιερέων είχαν αναλάβει οι πιστοί της κάθε ενορίας, οι οποίοι έριχναν τον οβολόν τους όταν προσέρχονταν στην Θεία Λειτουργία, ή κανόνιζαν κάποια τιμή όταν επρόκειτο να τελεστεί κάποιο (μυστήριο Γάμος, Βάπτιση κ.λ.π.).Μάλιστα, σε σχετικά έγγραφα των μητροπόλεων αναφέρεται ότι, «η συντήρησις του Ι. Κλήρου είναι καθήκον γενικόν των πιστών. Πάντες υποχρεούνται, όπως εισφέρωσι…»
Η υποχρέωση των πιστών σταματά την 1 Οκτωβρίου του 1945, καθώς πλέον αναλαμβάνει η Πολιτεία την μισθοδοσία αυτών, κατόπιν συμφωνίας που επήλθε μεταξύ αυτής και της Εκκλησίας. Πλην, όμως, τα κονδύλια για την μισθοδοσία των Ιερέων, τα αναλαμβάνει πάλι η Εκκλησία – μέσω του οβολού των πιστών τέκνων της βέβαια – διότι υποχρεούται ο κάθε ενοριακός Ναός να καταβάλει εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων στην οικεία Οικονομική Εφορία. Έτσι, τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια ήταν υποχρεωμένα ανά τρίμηνο να καταβάλουν στο Δημόσιο Ταμείο την εισφορά του 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων, αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος να μην πληρωθούν ούτε οι μισθοί, ούτε οι συντάξεις όσων Ιερέων δεν κατέβαλαν ή απέκρυπταν την αντίστοιχη εισφορά.
Την περίοδο 1946-50, η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος, προβλέπει την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς αντάλλαγμα, με στόχο την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και γεωργοκτηνοτρόφων. Σημειώθηκαν εντάσεις. Οι ανάγκες του κράτους πολλές, με αποτέλεσμα το 1952 να υπογραφεί “η σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων». Με τη σύμβαση αυτή, η Εκκλησία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Ως αντάλλαγμα της δόθηκαν κάποια ακίνητα, η αξία των οποίων αντιστοιχούσε στο 1/3 της πραγματικής αξίας της περιουσίας. Οπως ρητά αναφέρονταν στη σύμβαση, η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της.
Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980- ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο -όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932-, συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’ άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’ αυτού.
Από το 1975 και μετά, ανοίγει ο κύκλος των συζητήσεων για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Το 1976, ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιος Ράλλης, κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του, ναυάγησε. Ο διάδοχός του Ιωάννης Βαρβιτσιώτης πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο: Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε.
Το 1985, ο υπουργός Παιδείας Απ. Κακλαμάνης κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο Αντ. Τρίτσης εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος. Τελικά, το σχέδιο έμεινε μετέωρο, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να καρατομεί τον Τρίτση μετά από συνάντηση που είχε με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ.
Οι ιδιαιτερότητες της διοίκησης
Σήμερα, στην κατοχή της Εκκλησίας έχουν απομείνει 1.282.300 στρέμματα, εκ των οποίων τα 367.000 είναι δάση , 745.400 βοσκότοποι και 1689.900 καλλιεργήσιμα. Επίσης, υπάρχουν εκατοντάδες σπίτια, γραφεία και οικόπεδα. Υπάρχουν, επίσης, περιοχές όπως λίμνη Βουλιαγμένης Φασκομηλιά, Κοκκιναράς κ.ά., οι οποίες έχουν τεράστια αξία.
Το κακό είναι οτι όλη αυτή η περιουσία ανήκει και διαχειρίζεται από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα).