«Η κατοικία είναι ο ναός της οικογένειας», είχε πει ο διάσημος αρχιτέκτονας Le Corbusier και στην Αθήνα, το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα για μια οικογένεια, είναι η εύρεση της κατοικίας. Σχεδόν σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής, αλλά και ειδικά το κέντρο της Αθήνας, έχει καταστεί απαγορευτικό για εγκατάσταση.
Φοιτητές, νέα ζευγάρια, οικογένειες, αλλά και απόμαχοι της ζωής, ζουν καθημερινά με το άγχος της αύξησης του ενοικίου ή της έξωσης. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την ακρίβεια που καθημερινά καλπάζει, τότε το κόστος ζωής εκτοξεύεται.
Τα προβλήματα που απορρέουν από την ως άνω συνθήκη είναι πολλά, με πρωταρχικό την επιδείνωση του δημογραφικού και τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Σύμφωνα με έρευνα του economico η εκτίναξη των τιμών στην Αττική είναι τέτοια, ώστε ξεπεράστηκε για δεύτερο διαδοχικό τρίμηνο το ιστορικό υψηλό ετήσιας μεταβολής.
Το τέταρτο τρίμηνο του 2022 η ετήσια αύξηση των τιμών είχε ανέλθει σε 15,2%, όντας η υψηλότερη επίδοση των τελευταίων δεκαετιών. Αντίστοιχα, στη Θεσσαλονίκη η αύξηση είχε αγγίξει το 14,5% κατά τους τελευταίους τρεις μήνες του 2022.
Επίσης, σύμφωνα με το spitogatos insights το Ιστορικό Κέντρο συγκαταλέγεται στις ακριβότερες περιοχές για το β’ τρίμηνο του 2022, τόσο για αγορά όσο και για ενοικίαση.
Τέλος, σύμφωνα με μελέτη της βρετανικής εταιρείας «Online Mortgage Advisor», την οποία δημοσίευσε ο Οικονομικός Ταχυδρόμος στις 6/10/2023, η Αθήνα είναι η πόλη που η ενοικίαση ακινήτων είναι η πιο δύσκολη, καθώς καταγράφεται η μεγαλύτερη αύξηση στις τιμές των μισθωμάτων σε σύγκριση με τον μέσο μισθό.
Το μέγεθος του προβλήματος, όπως αποτυπώνεται και πιο πάνω, έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να επηρεάσει τα προγράμματα όλων των πολιτικών φορέων. Είτε με επιθετικές πολιτικές προτάσεις ρύθμισης της αγοράς, όπως περιορισμό/κατάργηση του AirBnB, είτε με πιο αναπτυξιακές προσεγγίσεις τύπου «Κοινωνική Κατοικία».
Ας επικεντρωθούμε στη δεύτερη προσέγγιση, η οποία φαντάζει πιο θελκτική. Από τη μία αφήνει την κτηματομεσιτική αγορά ελεύθερη να φέρνει επενδύσεις και δίνει σε ορισμένους συμπολίτες μας ένα σταθερό συμπλήρωμα εισοδήματος που το έχουν μεγάλη ανάγκη. Από την άλλη, οδηγεί σε αξιοποίηση ακίνητα τα οποία παραμένουν για διαφόρους λόγους κλειστά, ανεκμετάλλευτα, ενίοτε μη ηλεκτροδοτούμενα και πολλές φορές προβληματικά για τις όμορες ιδιοκτησίες.
Τα εν λόγω ακίνητα, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στα αμιγώς ιδιωτικά και σε αυτά στα οποία έχει ιδιοκτησία το δημόσιο με οποιοδήποτε ποσοστό (1%-100%). Τα πρώτα απαιτούν νομοθετικές πρωτοβουλίες, διαπραγματεύσεις με τους ιδιοκτήτες και διαδικασίες οι οποίες θέλουν αρκετό χρόνο ωρίμανσης. Τα δεύτερα, όμως, ενδέχεται να απαιτούν μια απλή ενδοσκόπηση και μια πολιτική πρωτοβουλία.
Ιδρύματα, Δήμοι, Νομικά Πρόσωπα, φορείς του Δημοσίου, όλοι έχουν ακίνητα τα οποία «λιμνάζουν». Αν και οι καταχωρήσεις στο κτηματολόγιο χιλιάδες και η λίστα των ακινήτων φαντάζει ατελείωτη, στην πραγματικότητα δεν είναι. Θα χρειαστούν πολλές ώρες σορταρίσματος, ανάλυσης, αυτοψιών και κοστολόγησης εργασιών. Ωστόσο, κάποια κατάλληλα θα βρεθούν, θα ανακαινιστούν και θα οδηγηθούν προς αξιοποίηση όχι με γνώμονα το κέρδος, αλλά τη θωράκιση των συμπολιτών μας ενάντια στη στεγαστική κρίση.
Σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για νέες κατασκευές, όπως το εγχείρημα των εργατικών κατοικιών στο παρελθόν, αλλά για επανάχρηση διάσπαρτων κλειστών και αναξιοποίητων διαμερισμάτων σε όλους τους δήμους της Αθήνας και ειδικά στο Δήμο Αθηναίων.
Δεν θα είναι εύκολο το εγχείρημα, αλλά αξίζει τον κόπο. Μετά από τα πρώτα πιλοτικά έργα, η «Κοινωνική Κατοικία» ή όπως αλλιώς ονομαστεί η κατοικία περιορισμένου κέρδους, θα αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό μέτρο αποσυμπίεσης της κοινωνίας, αλλά και διαφύλαξης του οικιστικού χαρακτήρα των περιοχών.
Άλλωστε, δεν θα ανακαλύψουμε τον τροχό. Η Βιέννη, είναι πρωτοπόρα στο συγκεκριμένο μοντέλο κατοικίας, καθώς διαθέτει τόσο δημοτικές όσο και συνεταιριστικές κατοικίες. Ως αποτέλεσμα, το 2021 οι Βιεννέζοι πλήρωναν το 22% του εισοδήματος τους στο ενοίκιο, αν ήταν ενταγμένοι στα προγράμματα κοινωνικής στέγασης, ενώ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, τα νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν περίπου το 37%. Αντίστοιχα, όλες οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες πλην της Ελλάδας , εφαρμόζουν πολιτικές αναχαίτισης του κόστους στέγασης. Για άλλη μια φορά θα είμαστε οι τελευταίοι στο τραίνο.
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα το χάσουμε.