«Τη γλώσσα μού έδωσαν Ρωμαίικη (ποντιακή) και θέλω να σωθεί γιατί ανέρχεται στην Ομηρική». Μ’ αυτή τη φράση -και παραφράζοντας τον Οδυσσέα Ελύτη και το ποίημα του «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική»- ο Βαχίτ Τουρσούν (Vahit Tursun) εξηγεί γιατί σε όλη του τη ζωή ψάχνει μανιωδώς λέξεις και ελληνικές ρίζες στη μητρική του γλώσσα.
«Μικρός πίστευα ότι όλος ο κόσμος μιλάει τη γλώσσα μου, γιατί είναι τόσο ωραία, εκφραστική, μια γλώσσα στην όποια υπάρχουν λέξεις για καταστάσεις σύνθετες, μια λέξη για κάθε περίσταση. Ακόμα κι αν θέλεις να περιγράψεις αν η αγελάδα γλίστρησε και το ένα πόδι της πήγε δεξιά και το άλλο αριστερά, υπάρχει μια ξεχωριστή λέξη!» λέει ο Βαχίτ Τουρσούν, που από το 1989, μόλις ήρθε μετανάστης στην Ελλάδα, άρχισε την καταγραφή της γλώσσας που μιλούσε στο ελληνόφωνο χωριό Ώτσενα (Ώκενα) του Όφεως στην Τραπεζούντα.
Τον συναντήσαμε προ ημερών σε μια εκδήλωση που διοργάνωσαν το Σωματείο Δράσης «Νίκος Καπετανίδης» και ο Ποντιακός Πολιτιστικός Σύλλογος Νικόπολης Θεσσαλονίκης «Φίλων Κτενίδης», για την παρουσίαση των εκδοτικών έργων του Τραπεζούντιου ρέκτη, ερευνητή και συγγραφέα. Μεταξύ αυτών, το Ρωμέικο- Τουρκικό Λεξικό, ένα ιστορικό λεξικό που έχει εκδοθεί για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια στον τόπο που έχουν αναπτυχθεί τα Ποντιακά. Αποτελείται από 590 σελίδες και περιέχει 14.400 λέξεις και 8.500 διάφορες φράσεις που αφορούν την καθημερινότητα του Ελληνόφωνου πληθυσμού. Δίνει αρκετές πληροφορίες για τον ποντιακό πολιτισμό του τόπου που δεν έχουν καταγραφεί ποτέ, πουθενά κι επίσης περιέχει τουλάχιστον 4000-5000 λέξεις, που για πρώτη φορά έχουν καταγραφεί- δηλαδή δεν τις περιέχουν τα υπάρχοντα Νεοελληνικά και Ποντιακά λεξικά.
Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας και η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, φιλόλογος – πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια ποντιακής διαλέκτου.
«Με τη λέξη “ πουλόπομ” άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο. Μέχρι επτά χρονών μιλούσα κάποια γλώσσα, που δεν ήξερα τι είναι. Μόλις στα 21 μου χρόνια, όταν για πρώτη φορά συνάντησα Έλληνα από την Πόλη, μου είπε ότι τη γλώσσα μου τη λένε Ποντιακά και ομιλείται από πολλούς στην Ελλάδα» εξηγούσε στην εκδήλωση ο Βαχίτ σε άψογα ελληνικά.
«Σε έναν χρόνο, συνάντησα κάποιους Έλληνες τουρίστες. Τους πέτυχα την ώρα που έμπαιναν στο λεωφορείο για αναχώρηση. Μπήκα μέσα και φώναξα δυνατά, αν γνωρίζει κανείς ποντιακά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ρώτησε από πού είμαι. Όταν της απάντησα, με αγκάλιασε τόσο σφιχτά και τόσο ζεστά, σαν να ήμουν παιδί της, που είχε χρόνια να δει. Συγκλονίστηκα. Σκέφτηκα τότε πως στην Ελλάδα πρέπει να είναι όμορφα, φιλόξενα, όλοι είναι αδέλφια μου» εξιστορούσε.
«Η γλώσσα είναι όλος ο κόσμος του κάθε ανθρώπου, αλλά μόλις βγαίνουμε από το χωρίο, την προδίδουμε, γιατί πρέπει να μάθουμε να μιλάει μια γλώσσα άλλη για να συνεχίσουμε στη ζωή… Έτσι χάνουμε λέξεις, επαφή με τη γλώσσα. Η ποντιακή μας γλώσσα είναι μια γλώσσα που τη μιλούσαμε αδιάκοπα επί 3000 χρόνια, ήταν και είναι στα χείλη των ανθρώπων στα χωριά και βουνά της Τραπεζούντας, αλλά τώρα φθίνει» σημείωσε ο ερευνητής, που δεν σπούδασε φιλολογία – γλωσσολογία, αλλά μόνο θεολογία στην Τουρκία. Θα μπορούσε να είχε γίνει καλός ιμάμης, αλλά άλλαξε πορεία ζωής, ερχόμενος στην Ελλάδα για να σώσει τη μητρική του γλώσσα.
«Οι μεγάλοι άνθρωποι του χωριού μας δεν ήξεραν την τουρκική γλώσσα, ενώ εγώ άρχισα να τη μαθαίνω στο δημοτικό σχολείο. Τότε μου είπαν, ότι μιλάω μια γλώσσα που δεν την ξέρουν όλοι στην Τουρκία, γι’ αυτό καλύτερα να μην την ακούνε οι άλλοι» επισήμανε.
Ο Βαχίτ ή Βάιος, όπως τον φωνάζουν στην Ελλάδα ήρθε στην Αθήνα στα 23 χρόνια του ως μετανάστης και, όπως έλεγε, αισθάνθηκε ελεύθερος πια να μιλάει «τη γλώσσα του χωριού μου, τη γλώσσα της μανούλας μου, τα Ρωμαίικά μου». «Το τι χαρά είχα τότε και τι αισθήματα κουβαλούσα δεν εξηγείται. Απεγνωσμένα έψαχνα ανθρώπους που μιλούν τα ποντιακά, τους θεωρούσα όλους αδέλφια, γιατί η γλώσσα της ψυχής δένει τους ανθρώπους για πάντα» είπε και αναφέρθηκε στον τιτάνιο αγώνα του για τη δημιουργία μιας κιβωτού για τη διάσωση του τοπικού γλωσσικού πλούτου της Τραπεζούντας.
Η συνάντησή του με τον ομότιμο καθηγητή νεοελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Πίτερ Μακρίτζ (Peter Mackridge) έμελλε να αποτελέσει κομβικό σημείο στην όλη προσπάθειά του. «Ήμουν σε απόγνωση τότε, είχα καταγράψει δέκα χιλιάδες λέξεις αλλά κάποιος Έλληνας επιστήμονας, μου είπε: “ αυτό δεν είναι επιστημονικό λεξικό, όλα λάθος είναι εδώ”. Στεναχωρήθηκα και σταμάτησα για κάποιο χρονικό διάστημα τις προσπάθειές μου, αλλά για καλή μου τύχη, μια μέρα γνωρίζω τον κύριο Μακρίτζ, που όταν είδε τη προσπάθειά μου, με ενθάρρυνε και επέμενε, ότι πρέπει να συνεχίσω. Μάλιστα, έγραψε την εισαγωγή για την έκδοση του Λεξικού» ανέφερε ο Βαχίτ.
«Η επιβίωση της ελληνικής γλώσσας στην περιοχή της Τραπεζούντας (Πόντος) στην Τουρκία είναι αξιοθαύμαστη. Οι περισσότεροι από τους ομιλητές της ντόπιας ελληνικής διαλέκτου ήταν χριστιανοί, αλλά η γλώσσα μιλιόταν επίσης σαν μητρική από μερικές μουσουλμανικές κοινότητες» αναφέρει στην εισαγωγή ο καθηγητής Μακρίτζ.
Το 1989, ο Βαχίτ έφερε στην Αθήνα και την αγαπημένη του από το διπλανό χωριό, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν Ελλάδα και τους χάρισαν και εγγόνια. Τη γενέτειρά του την επισκέπτεται κάπου κάπου, όπως σημειώνει, αφού οι γονείς του μένουν ακόμα εκεί, ενώ το όνειρό του είναι να πάρει την ελληνική υπηκοότητα.
Στην τεράστια προσπάθεια του Βαχίτ και τις δυσκολίες που έπρεπε να υπερκεράσει προκειμένου να φέρει εις πέρας το σημαντικό έργο του, αναφέρθηκε στην εκδήλωση ο Γεώργιος Γεωργιάδης, πρόεδρος του Σωματείου «Νίκος Καπετανίδης», ενώ σε ό,τι αφορά την επιθυμία του ν’ αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα σημείωσε: «Καταθέτουμε άμεσα αίτημα στα αρμόδια υπουργεία να του δοθεί ταχύτατα η ελληνική ιθαγένεια, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται ως “ παραχώρηση” στο πρόσωπό του αλλά ιστορική υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας».
«Τις νύχτες ακόμα κοιμάται με ένα μπλοκάκι και στυλό κάτω από το μαξιλάρι, γιατί μέσα στη νύχτα, πολλές φορές μού έρχεται η θύμηση για μια ακόμα λέξη, που αν δεν τη σημειώσω, μπορεί να την ξεχάσω» επισήμανε -μεταξύ άλλων- ο Βαχίτ Τουρσούν.