Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Το πράγμα πήγε τόσο απλά που εν τέλει μοιάζει παράλογο. Την ίδια ώρα που η αντιπολίτευση ούρλιαζε για τον ακροδεξιό Κυριάκο Μητσοτάκη, αυτός μετακινούσε συστηματικά και αθόρυβα το κόμμα του προς το Κέντρο. Την βραδιά της 21ης Μαΐου εμφανίστηκαν τα αποτελέσματα αυτής της ευφυούς στρατηγικής, με τρόπο μάλιστα που άφησε άναυδους εχθρούς και φίλους, υμνητές και κατηγόρους. Ξάφνου, μπροστά στα μάτια μας, εμφανίστηκε ένα εντελώς καινούριο πολιτικό σκηνικό που περιέχει μόνο ένα μεγάλο κυρίαρχο κόμμα και μάλιστα εγκατεστημένο ακριβώς στο κέντρο της σκηνής. Δεξιά και αριστερά του, επτά μικρότερα ή και τελείως μικρά (πάντως ανίσχυρα στο σύνολο τους) κόμματα και κομματίδια συμπληρώνουν την πρωτόγνωρη εικόνα.
Πελώρια κεντροδεξιά
Τι διάβολο είχε συμβεί και σχεδόν από το πουθενά, βρεθήκαμε ξάφνου μέσα σε ένα εντελώς νέο πολιτικό περιβάλλον; Πως μας τέλειωσε ο πανίσχυρος δικομματισμός με τον οποίον ζήσαμε παρέα από το 1974, για να πάμε στο καινούριο σχήμα του «ενός και δύο μισών κομμάτων»; Ή ίσως στο σχήμα του «ενός και επτά κομμάτων», ακόμα δεν ξέρουμε που θα κάτσει τελικά η μπίλια. Ή αν το δούμε από ιδεολογική σκοπιά, πως φτάσαμε στο ένα πελώριο κεντροδεξιό κόμμα, που έχει περιθωριοποιήσει την κεντροαριστερά, έχει θέσει την καθ’ αυτό αριστερά σε βαθιά κρίση, έχοντας παράλληλα εξοστρακίσει την ακροδεξιά από τους δικούς της κόλπους;
Το κατάλαβε ο Κυριάκος
Όλο αυτό το πέτυχε ο Μητσοτάκης μόνος του; Εν πολλοίς ναι. Ήταν τελικά ο μόνος που διάβασε σωστά τους μεταμνημονιακούς και μεταπανδημικούς καιρούς. Ο Κυριάκος κατάλαβε ότι η ελληνική κοινωνία βαρέθηκε πια την διαμαρτυρία και την μιζέρια, κουράστηκε από τους ριζοσπαστισμούς και τα εξεγερτικά σαλπίσματα, πήρε τα μαθήματα της από τα απανωτά χτυπήματα των κρίσεων και μπήκε σε μια ρότα ωρίμανσης. Τα ‘φαγε τα ψωμιά του ο μεταπολιτευτικό σύνδρομο του πάντα αδικημένου, φτωχού, κυνηγημένου και απατημένου λαού που πάντα κάποιοι αφανείς μεγάλοι τον κλέβουν, τον εξαπατούν και του χρωστάνε. Αντίθετα, ο σημερινός Έλληνας και πρωτίστως η νέα γενιά της χώρας, διψά για μια καλή είδηση, θέλει να πιστέψει στις ικανότητες της και δεν διστάζει να εμπιστευτεί τον εαυτό της αντί να κάθεται στην γωνιά και να κλαίγεται.
Ο Κυριάκος, με δυο καίριες κινήσεις ξεκαθάρισε από πολύ νωρίς την σχέση του με την πέραν της ΝΔ Δεξιά. Αν και εθιμικά ένα μεγάλο κομμάτι της άκρας Δεξιάς ήταν παγίως ενσωματωμένη (κι πολιτικά ξεδοντιασμένη) μέσα στους κόλπους της ΝΔ, ο Μητσοτάκης αντιλήφθηκε ότι πλέον το μεγάλο παιχνίδι εξουσίας παίζεται στο Κέντρο κι όχι στα άκρα. Έχοντας λοιπόν μια σταθερά εχθρική στάση απέναντι στην Χρυσή Αυγή και παίρνοντας ξεκάθαρη θέση υπέρ των επιστημόνων και των εμβολίων την περίοδο του κορονοϊού, ύψωσε τείχος απέναντι στην άκρα, την ψεκασμένη και την θρησκόληπτη Δεξιά. Η ΝΔ έπαψε να είναι πρώτη επιλογή του ακραίου δεξιού, σταδιακά δε μεταβλήθηκε σε εχθρό του. Υπό άλλες συνθήκες αυτό θα μπορούσε να αποβεί καταστροφικό για την ΝΔ, αλλά ο πρωθυπουργός είχε μια τρομερή στοχοπροσήλωση για το κόμμα του προς το Κέντρο που υπερκέρασε αυτό τον κίνδυνο.
Η περίπτωση Αντώναρου και των άλλων
Ούτε αυτό ήταν απλό ή εύκολο. Ικανό κομμάτι της παραδοσιακής λαϊκής Δεξιάς δυσανασχέτησε φανερά απέναντι σ’ αυτή την τακτική, ένα μικρό κομμάτι της μάλιστα προσκολλήθηκε πολιτικά στον μεγάλο εχθρό, στην ΣΥΡΙΖΑϊκή αριστερά, για να εκδικηθεί ή για μπορέσει να διώξει τον «προδότη» Κυριάκο. Η περίπτωση Αντώναρου, αλλά και οι παλιότερες του Παπαγγελόπουλου και του Παυλόπουλου, ήταν πολύ χαρακτηριστικές. Αντιστοίχως, η Αριστερά έβλεπε τις κινήσεις του και αρνιόταν να τις πιστέψει, προτιμούσε να πετροβολά έναν φαντασιακό Μητσοτάκη που είχε στο μυαλό της. Εκείνος επέμενε φανατικά. Ακολούθησε μια πάγια πατριωτική Δεξιά πολιτική στην εξωτερική πολιτική, στην άμυνα και στο μεταναστευτικό, αλλά στην οικονομία εμφανίστηκε ως βέρος Κεϋνσιανός σοσιαλδημοκράτης και στα θεσμικά ως φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής. Το τελικό συνθετικό αποτέλεσμα ήταν να κατηγορείται ανοήτως ως Όρμπαν ακροδεξιός, ενώ εκείνος έκλεβε ταχυδακτυλουργικά το Κέντρο από τους παλαιούς κατόχους του. Όλα τούτα έγιναν αντιληπτά την 21η Μαΐου και επαναβεβαιώθηκαν την 25η Ιουνίου.
Όλο και πιο κάτω ο ΣΥΡΙΖΑ
Τώρα πια είναι πολύ αργά για τους αντιπάλους του. Ο Σύριζα βρέθηκε ξάφνου με το μισό της δύναμης του, μέσα σε μια τσουλήθρα που τον οδηγεί ολοένα και πιο κάτω σε εκλογική δύναμη και σε πολιτική επιρροή. Το κόμμα που κυβέρνησε με 35% και ήταν αξιωματική αντιπολίτευση με 32% (άρα εν αναμονή κυβέρνηση), κατρακύλησε ξάφνου στο γλίσχρο 17,5%. Είναι πια ένα μεσαίο κόμμα δίχως προοπτική εξουσίας, με καθοδική τάση και παραιτημένο αρχηγό , κάτι που θα επιταχύνει τη συρρίκνωση του. Πανηγυρίζει, πια, που κράτησε την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δεν βίωσε το σημείο θραύσης προς τα κάτω, κάτι που κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί πριν δυο μήνες. Και βρίσκεται μπροστά σε μια έρημο γεμάτη υπαρξιακά ερωτήματα, στα οποία πρέπει να απαντήσει πειστικά, αλλιώς δεν θα επιβιώσει. Το ΠΑΣΟΚ που τον ακολουθεί από κοντά επιβουλεύεται την θέση του και παρά τα προβλήματα προσαρμογής που δείχνει ο Νίκος Ανδρουλάκης, μοιάζει τελικά να πηγαίνει καλύτερα από τον μεγάλο κεντροαριστερό του αντίπαλο. Η μάχη της κεντροαριστεράς θα κρατήσει αρκετά ως φαίνεται, με αβέβαιη κατάληξη και προς μέγιστη αγαλλίαση του Μητσοτάκη.
Πίστη στις μεταρρυθμίσεις
Τώρα μπήκαμε σε μια μακρά περίοδο απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου. Ενός Κυριάκου φορτωμένου με μεγάλες λαϊκές προσδοκίες και με τα χέρια του εντελώς ελεύθερα. Θα κάνει ό,τι θέλει και όπως το θέλει, μοναδικός αντίπαλος στην κυβέρνηση του είναι ο κακός τους εαυτός και οι αντικειμενικές συνθήκες. Έφτιαξε μια κυβέρνηση απαλλαγμένη –είπε- από κομματικές και ιδεολογικές προϊστορίες, στηριγμένη μόνο στην δυνατότητα των μελών της να βγάλουν την δουλειά και στην πίστη τους στις μεταρρυθμίσεις. Εκεί λοιπόν θα κριθεί κιόλας ο Κυριάκος μαζί με το κυβερνητικό του σχήμα. Οι παλιοί δεξιοί πάλι ψιθυρίζουν μεταξύ τους ότι η μισή κυβέρνηση της ΝΔ αποτελείται από παλιά Πασοκικά στελέχη, όμως κανένας πια δεν τολμά να διατυπώσει εσωκομματικό αντιπολιτευτικό λόγο στον νικητή Κυριάκο. Επίσης, ο πρωθυπουργός αρχίζει και αποκτά μια (σχεδόν μεταφυσική) φήμη ότι κάνει τις πιο παράδοξες κινήσεις κι αυτές του βγαίνουν. Άρα, πάλι κανένας δεν μιλά. Όλοι περιμένουν να δουν τα επόμενα βήματα.
Ο επόμενος πολιτικός σταθμός θα είναι οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Σ’ αυτές η ΝΔ θα πετύχει ακόμα μια τεράστια νίκη, επ’ αυτού δεν έχει κανένας την παραμικρή αμφιβολία. Ο αέρας της νίκης των διπλών εκλογών θα φουσκώσει ξανά τα πανιά των αυτοδιοικητικών πλοίων που θα έχουν γαλάζια πανιά, εξάλλου ο χρόνος είναι πολύ μικρός για να υπάρξει κάποια αλλαγή δεδομένων και προτιμήσεων. Αυτός που θα πάθει νέα πανωλεθρία θα είναι ο Σύριζα, που έτσι κι αλλιώς διαθέτει πενιχρές δυνάμεις στους δήμους και τις περιφέρειες. Ούτε θα έχει προλάβει να ανασυγκροτηθεί, ούτε καν το συνέδριο απολογισμού και την διαδικασία επανεκλογής Προέδρου δεν θα έχει κάνει. Άρα πάει για νέα βαριά ήττα. Αυτό που θα αποπειραθεί να εμφανίσει πολιτικό άλμα σ’ αυτές τις εκλογές θα είναι το ΠΑΣΟΚ, που παραδοσιακά διαθέτει αυτοδιοικητικές δυνάμεις. Και επειδή ο μεγάλος αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ τώρα δεν είναι η ΝΔ αλλά ο Σύριζα, δεν πρόκειται να δούμε μέτωπα ΠΑΣΟΚ-Σύριζα σε δήμους και περιφέρειες. Το ΠΑΣΟΚ θα θέλει να αποδείξει ότι έχει καθαρίσει με τον Σύριζα, άρα οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα είναι το πρώτο σκαλοπάτι ώστε στις ευρωεκλογές α βρεθεί δεύτερο. Εκεί θα κριθούν όλα. Και για τον Τσίπρα προσωπικά και για τον Ανδρουλάκη, αλλά και για την παγιοποίηση της ηγεμονίας Μητσοτάκη. Θα δούμε…