Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Όποιος μελετήσει παλιά ασπρόμαυρα πλάνα της δεκαετίας του ’60, με τον προδικτατορικό Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Γεώργιο Παπανδρέου του ανένδοτου να μιλούν σε πολιτικές συγκεντρώσεις, θα δει φτωχοντυμένους ανθρώπους να επευφημούν, πολλά καπέλα στα κεφάλια τους και λίγα πανό εδώ κι εκεί μέσα στις πλατείες.
Τότε το καπέλο ήταν ακόμα απαραίτητο αξεσουάρ στον άνδρα, οι άνθρωποι ζούσαν ακόμα μέσα στην μεταπολεμική φτώχεια που φαινόταν στο ντύσιμο τους, ενώ το πλαστικό δεν είχε ακόμα καθιερωθεί ως πολιτικό εργαλείο. Τα δε κόμματα δεν διέθεταν τα οικονομικά μέσα και τις οργανωτικές ικανότητες των επόμενων δεκαετιών, που τα μετέτρεψε σε μηχανισμούς κατασκευής τεραστίων και τρομερά οργανωμένων συγκεντρώσεων κόσμου. Ούτε τα μέσα μεταφοράς εκείνων των εποχών ήταν ικανά να μετακινήσουν χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων μέσα σε λίγες ώρες.
Την επταετία 1967 – 1974
Μετά ακολούθησε η επταετία 1967-74 κατά την διάρκεια της οποίας κάθε πολιτική δραστηριότητα ήταν απαγορευμένη. Υπάρχουν κινηματογραφικά πλάνα συγκεντρώσεων από κείνη την περίοδο, κυρίως σε επαρχιακές πόλεις τις οποίες επισκέπτονταν οι δικτάτορες και στις οποίες οι κρατικές αρχές διοργάνωναν «αυθόρμητες» υποδοχές. Επρόκειτο κυρίως για δημοσίους υπαλλήλους και για μαθητές που κουβαλιούνταν στις συγκεντρώσεις αυτές με διαταγές, η ανυπακοή στις οποίες έφερνε απόλυση ή και φυλάκιση. Γι αυτό και σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις δεν υπάρχει τίποτα το αξιοσημείωτο, είτε από άποψη μαζικότητας, ούτε από άποψη ενθουσιασμού. Όχι ότι η χούντα δεν είχε οπαδούς, δυστυχώς είχε, απλώς οι συνταγματάρχες προτιμούσαν να τους μαζεύουν σε στάδια για να κάνουν κιτς γιορτές για την πολεμική αρετή των Ελλήνων, παρά σε πλατείες.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την επαναλειτουργία των κομμάτων, το πράγμα άρχισε να οργανώνεται σε καινούριες βάσεις, που κατέληξαν σε μια καθαρά ελληνική πατέντα που ξέφευγε από τα ευρωπαϊκά δεδομένα και προσέγγισε σταδιακά τα λατινοαμερικάνικα.
Στις πρώτες εκλογές του 1974 όλα ήταν καινούρια, αυθόρμητα και ελαφρώς ερασιτεχνικά, αλλά με τις εκλογές του 1977 η ιστορία αυτή άρχισε να δείχνει την δυναμική της. Το 1977 έγιναν οι πρώτες πραγματικά μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις κομμάτων και άρχισαν οι εφημερίδες να μετρούν την απήχηση κάθε αρχηγού από το μέγεθος του κόσμου που συγκεντρώνονταν γι αυτόν. Παλαιά θέσφατα όπως «όποιος γεμίσει την πλατεία της Λάρισας γίνεται πρωθυπουργός» ξαναήρθαν στην επιφάνεια μετά από πολλά χρόνια.
Ο πρώτος διδάξας
Πρώτος διδάξας των μεγάλων συγκεντρώσεων, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Η ΝΔ άργησε να ακολουθήσει και ήταν λογικό. Πιο συντηρητικό κόμμα η ΝΔ απεχθανόταν κάθε ιδέα οχλοκρατίας, ακόμα κι αν αυτή αποτελούνταν από οπαδούς της, οι οποίοι εξάλλου δεν κινητοποιούνταν και τόσο εύκολα όσο οι οπαδοί των κομμάτων της αριστεράς. Γι αυτό και τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, απέναντι στις θριαμβευτικές κραυγές του ΠΑΣΟΚ και των δύο ΚΚΕ που έκαναν μεγάλες και φανταχτερές συγκεντρώσεις, η ΝΔ προέβαλε την περίφημη «σιωπηρά πλειοψηφία». Τους νοικοκυραίους δηλαδή, που δίχως να κάνουν πολλή φασαρία και νταβαντούρια πήγαιναν και ψήφιζαν για «πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια».
Το 1981 της «Αλλαγής»
Το 1981, με την πρώτη νίκη του ΠΑΣΟΚ και με τον ενθουσιασμό που έφερνε τότε η «αλλαγή», είδαμε τα πρώτα δείγματα αυτού που αργότερα θα έμεναν στην ιστορία ως «λαοθάλασσες». Πολύς κόσμος, με πανό, σημαίες, ροκάνες, καραμούζες, βεγγαλικά, ξεσηκωτικές μουσικές απ’ τα μεγάφωνα και μια διάθεση όχι να ακούσουν τον ομιλητή αλλά να φτιάξουν ένα σκηνικό σαρωτικού εντυπωσιασμού. Το ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε μέγας μαέστρος αυτού του επικού είδους πολιτικής επικοινωνίας, η ΝΔ άργησε πολύ να το αποδεχτεί και να το υιοθετήσει. Στις εκλογές του 1985 μάλιστα, σε έμπνευση Κώστα Λαλιώτη, έγινε η πρώτη επαναστατική σύνδεση των δυνατοτήτων που είχαν οι μεγάλες συγκεντρώσεις με τις δυνατότητες της τηλεόρασης.
Για πρώτη φορά το Carmina Burana
Στην κεντρική ομιλία του Ανδρέα στην Αθήνα το 1985, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μίλησε την μισή από την προκαθορισμένη ώρα και στην συνέχεια προβλήθηκε ένα τηλεοπτικό οδοιπορικό των συγκεντρώσεων του κόμματος σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Ως μουσική υπόκρουση ακούστηκαν τότε για πρώτη φορά τα Carmina Burana του Carl Orff, μια Βαυαρική συλλογή τραγουδιών του 13ου αιώνα που δεν είχε την παραμικρή σχέση με την Ελλάδα αλλά σφράγισε μια ολόκληρη πολιτική εποχή της. Η προβολή αυτού του τηλεοπτικού οδοιπορικού με την υποβλητική άγνωστη μουσική έκαναν τότε τόση εντύπωση, που παγίωσαν το κλίμα νίκης του ΠΑΣΟΚ κι έκαναν την ΝΔ να διαμαρτυρηθεί έντονα ότι επρόκειτο για απόπειρα νόθευσης των κανόνων του προεκλογικού αγώνα.
Η… ανατολή του Μπιρσίμ
Παράλληλα με τα Carmina Burana ανέτειλε και η εποχή του σκηνοθέτη Τάσου Μπρισίμ. Οι συγκεντρώσεις μετά το 1985 οργανώνονταν όχι για τις ανάγκες εκείνων που πήγαιναν σ’ αυτές, αλλά για τις ανάγκες της τηλεοπτικής κάλυψης και είχαν γενικό αρχηγό τον τηλεοπτικό σκηνοθέτη. Τα πανό και οι μεγάλες σημαίες εξαφανίστηκαν διότι έκρυβαν απ’ τις κάμερες το βάθος της συγκέντρωσης, αντιθέτως διέπρεψαν τα μικρά πλαστικά σημαιάκια που έδειχναν κυματισμούς ως την άκρη του ορίζοντα, έκρυβαν τα κενά, ήταν ελαφριά, εύχρηστα, φτηνά και μιας χρήσης. Μετά στα σκουπίδια. Πρώτα έμπαινε ο τηλεοπτικός φωτισμός σε γωνίες, πλατείες και λεωφόρους και μετά φτιαχνόταν το πλάνο που θα πάει η κάθε οργάνωση με τον κόσμο της.
Μαγικές τηλεοπτικές εικόνες
Ζήσαμε έτσι μια δεκαπενταετία τόσο απλωμένων και απατηλών συγκεντρώσεων, που σήμερα η διήγηση τους μοιάζει εξωπραγματική. Ο πολιτικός αρχηγός μιλούσε στο Σύνταγμα και υπήρχαν συγκεντρωμένοι ως κάτω από την Ομόνοια, ως τα μέσα της Συγγρού και ως την Αμερικάνικη πρεσβεία. Επρόκειτο για μαγικές τηλεοπτικές εικόνες, καθώς ο κόσμος μαζευόταν μόνο στα σημεία που υπήρχαν κάμερες. Ενδιαμέσως υπήρχαν τεράστια κενά, τα δε σημαιάκια που ανέμιζαν υστερικά εμφάνιζαν στα μακρινά πλάνα τους πενήντα ως πεντακόσιους. Μετά το 1990 και η ΝΔ απέκτησε το know how οπότε έφτιαχνε αντίστοιχες συγκεντρώσεις, απλώς την αιώνια δόξα την κέρδισαν οι πρωτοπόροι του είδους Κώστας Λαλιώτης, Κίμων Κουλούρης και Τάσος Μπρισίμ. Για παράδειγμα, η συγκέντρωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις νικηφόρες εκλογές του 1990 ήταν ισάξια οποιαδήποτε παλιότερης συγκέντρωσης του Παπανδρέου. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης άλλωστε, περιέγραψε από το μικρόφωνο τα γεωγραφικά όρια της συγκέντρωσης του, προκαλώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού.
ΤΑ ΑΠΟΝΕΡΑ στην εποχή Σημίτη και Καραμανλή
Το βιολί αυτό κράτησε μέχρι και την δεύτερη θητεία του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά με τον Κώστα Σημίτη άρχισε να φθίνει ραγδαία. Ήταν άλλωστε και ένα πανάκριβο σπορ, οι συγκεντρώσεις αυτού του είδους και η μεταφορά κόσμου σ’ αυτές είχε μεγάλο κόστος για τα κόμματα. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό ότι τα κόμματα κουβαλούσαν δωρεάν εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς τους για να ψηφίσουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, τότε τα κόστη ήταν τερατώδη. Εξ ου και τα μεγάλα χρέη των κομμάτων που ακόμα συζητάμε και κατακρίνουμε. Παράλληλα όμως, άρχισε σταδιακά να πέφτει το επίπεδο του εντυπωσιασμού από τέτοιες επικές εκδηλώσεις, άρα να μειώνεται το πολιτικό τους αποτέλεσμα. Υπήρξε αντίδραση ενός εξευρωπαϊσμένου, πιο καλλιεργημένου και ψυλλιασμένου κομματιού του εκλογικού σώματος, που άρχισαν να παρομοιάζουν την μεταφορά κλακαδόρων με μεταφορά κοπαδιών προβάτων, αλλά και τις μεγάλες φτιαχτές συγκεντρώσεις ως προϊόν πολιτικής υπανάπτυξης που έπρεπε επιτέλους να ξεπεραστεί.
Light εκδοχή
Την εποχή Σημίτη και Κώστα Καραμανλή ζήσαμε τα απόνερα των μεγάλων συγκεντρώσεων, μια light και μάλλον παρηκμασμένη εκδοχή τους, με όλα τα παλιότερα τρικ αλλά με ολοένα και μικρότερη την πολιτική τους υπεραξία. Για να είμαστε ειλικρινείς, αντίστοιχη παρακμή είχαν και οι μηχανισμοί των κομμάτων, πολύ μικρότερη συμμετοχή πολιτών στις τάξεις τους και προϊούσα αμφισβήτηση της σημασίας τους μέσα στην κοινωνία. Και μετά ήρθε η εποχή της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων όπου τα πάντα κατέρρευσαν και όποια δεν διαλύθηκαν μεταλλάχτηκαν εντελώς. Τα παραδοσιακά κόμματα παρήκμασαν, οι άνθρωποι τους κυνηγήθηκαν πολλαπλώς, μετακινήθηκαν πολιτικά ή αποστρατεύτηκαν, ενώ ειδικά το ΠΑΣΟΚ από μέγιστο έφτασε στα όρια της κοινοβουλευτικής επιβίωσης. Οι παλιού τύπου κομματικές συγκεντρώσεις έδωσαν την θέση τους σε οχλοκρατίες αγανακτισμένων και σε συχνά ευθεία αμφισβήτηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Κάτι που θύμιζε τις παλιές συγκεντρώσεις ήταν στο δημοψήφισμα του 2015. Η συγκέντρωση του Τσίπρα στο Σύνταγμα ήταν κατά κάποιο τρόπο και το κύκνειο άσμα τους. Τα τσάμικα που ακολούθησαν τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις της νέας γενιάς που πίστεψε στις προθέσεις του Αλέξη και είδε να διαλύεται η ελπίδα της μέσα σε τρεις μέρες με ένα τρίτο αχρείαστο μνημόνιο, έγιναν συνώνυμα της κοροϊδίας. Έκτοτε, καμία μεγάλη συγκέντρωση κόσμου δεν είδαμε, ούτε καν το 2019 που ο Μητσοτάκης ηγήθηκε ενός πραγματικά ενεργού αντι-Συριζα μετώπου που είχε μέσα του και οργή και απογοήτευση και ελπίδα. Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται και σ’ αυτή την αναμέτρηση. Μεγάλες ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις κόσμου δεν θα δούμε. Εξάλλου αυτές μπορεί να τις κάνει μόνο το κόμμα και ο αρχηγός που έχουν τον αέρα της νίκης, μόνο ο Μητσοτάκης δεν έχει τέτοια διάθεση, ούτε ο κόσμος της ΝΔ είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει κάτι τέτοιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και να ήθελε δεν μπορεί, η αίσθηση ήττας είναι διάχυτη και στον κόσμο του και στα στελέχη του.
Στην εποχή της υπερπληροφόρησης
Εδώ που τα λέμε, η έκρηξη της υπερπληροφόρησης και της διαδραστικότητας (τηλεόραση, internet, social media) έχουν πια αλλάξει δραματικά την σχέση πολιτικής και πολιτών, πολιτικού και ψηφοφόρου. Σήμερα ο πολίτης έχει τους πολιτικούς του κάθε μέρα στο πιάτο του, τους βλέπει, τους ακολουθεί, μαθαίνει τα πάντα γι αυτούς, τους κριτικάρει, τους επαινεί, ενώ έχει και πλήρη πρόσβαση σε όσα λένε όλοι οι υπόλοιποι πολίτες για τον καθένα τους. Σ’ αυτό το περιβάλλον, πόσο μεγάλο και ουσιαστικό νόημα έχει να υποβληθεί σε έξοδα και κόπο για να πάει κάποιος σε μια συγκέντρωση και να υποδηλώσει την υποστήριξη του στον αρχηγό που γουστάρει; Και μέσα σ’ αυτή την θηριώδη υπερπληροφόρηση όπου τίποτα δεν μένει κρυφό και τίποτα μυστηριώδες, πόσοι απλοί θνητοί είναι πια έτοιμοι να θεοποιήσουν έναν αρχηγό; Άλλοι καιροί, άλλα ήθη…