Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

του Δημήτρη Καμπουράκη 

Οι τράπεζες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αυτό το ξέρει και ο τελευταίος που αποφασίζει να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα δάνειο, είτε μικρό είναι είτε μεγάλο, είτε βραχυχρόνιο είτε μακροπρόθεσμο. Αλλά και η ζωή των ανθρώπων δεν είναι δεδομένη, ούτε αυστηρά προδιαγεγραμμένη. Αυτό το ξέρουν και οι άνθρωποι (αν και συνήθως το ξεχνούν την ώρα που υπογράφουν ένα δάνειο), θα ‘πρεπε όμως να το ξέρουν και οι τράπεζες. Την ώρα που δέχονται ένα υπογεγραμμένο συμβόλαιο δυόμισι δεκαετιών, θα έπρεπε να είναι μέσα στα πλάνα τους η σφοδρή πιθανότητα να ανατραπεί κάποια στιγμή η ζωή του φυσικού προσώπου με το οποίο συμβάλλεται.

Πότε παίρνουμε δάνειο;

Πότε ένας μέσος άνθρωπος αποφασίζει να πάρει δάνειο; Αν μιλάμε για μικρό καταναλωτικό, το αποφασίζει για να καλύψει μια άμεση και προσωρινή του ανάγκη. Συνήθως το ποσό είναι μικρό και μια καλή διαχείριση των οικονομικών του, επιτρέπει την εξόφληση του. Αν το πάρει για να καλύψει κάποια χαζή ανάγκη της στιγμής δίχως σχεδιασμό της αποπληρωμής του, τότε για ότι του συμβεί στο μέλλον είναι αποκλειστικά υπεύθυνος. Τα καταναλωτικά δάνεια συχνά μοιάζουν περιττά και ανόητα, σπάνια λαμβάνονται για να εξυπηρετήσουν πραγματικές ανάγκες, όμως τελικά είναι ένα σημαντικό κομμάτι του συνολικού πακέτου που χορηγούν οι τράπεζες. Προφανώς, πολύς κόσμος σε τούτη την χώρα δεν λειτουργεί ορθολογικά.

Αν το δάνειο είναι επιχειρηματικό, τότε κάποια αδήριτη ανάγκη της δουλειάς του ιδιοκτήτη ή κάποιο επενδυτικό πλάνο, τον φέρνει στην θέση του δανειολήπτη. Το επιχειρηματικό δάνειο πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από κάποια βιώσιμη και πραγματιστική οικονομοτεχνική μελέτη για το που θα πάνε και πόσο θα αποδώσουν τα λεφτά. Αν η μελέτη αποδειχθεί λανθασμένη ή υπερβολικά αισιόδοξη ή αν η αγορά μεταβληθεί απότομα, τότε η ευθύνη βαρύνει πρωτίστως τον δανειολήπτη που στηρίχθηκε σε λανθασμένους υπολογισμούς. Σ’ αυτά τα δάνεια όμως, υπάρχει και η μερική ευθύνη της τράπεζας. Διότι πριν εγκρίνει ένα επιχειρηματικό δάνειο, μελετά και θεωρεί βιώσιμη την μελέτη που το συνοδεύει. Ξέρω πως αν το δάνειο πάψει να πληρώνεται, οι τράπεζες δεν αποδέχονται ποτέ αυτή την ευθύνη. Τα ρίχνουν στην επιχείρηση και στον τρόπο που ατή αξιοποίησε τα χρήματα, όμως στην πραγματικότητα έχουν κι αυτές μερίδιο στην αποτυχία.

Δανεισμός για το «κεραμίδι»

Η τρίτη κατηγορία, είναι τα στεγαστικά δάνεια. Πότε ένας πολίτης αποφασίζει να ζητήσει στεγαστικό δάνειο; Πρώτον όταν η δόση του δανείου που θα πληρώνει θα είναι ίση ή μικρότερη από το νοίκι του σπιτιού που μένει ως εκείνη την στιγμή. Τότε είναι που κάνει την απλή σκέψη, «θα δίνω τα ίδια λεφτά και στο τέλος θα αποκτήσω και την ιδιοκτησία του σπιτιού». Δεύτερον, αποφασίζει να πάρει στεγαστικό δάνειο, όταν θεωρεί ότι το μηνιαίο εισόδημα του είναι διαρκές και επαρκές. Κοντολογίς, βάζει υπογραφή όταν έχει μια δουλειά που πιστεύει ότι θα την συνεχίσει απρόσκοπτα για χρόνια και που του δίνει έναν ικανοποιητικό μισθό. Γι’ αυτό και οι πιο εύκολοι να πάρουν στεγαστικό δάνειο είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες δυσκολεύονται πολύ να δουν τραπεζική έγκριση. 

Και μετά απ’ αυτή την βόλτα στον κόσμο των δανείων, επανέρχομαι στον πρόλογο του κειμένου. Ο μέσος απλός άνθρωπος που γίνεται δανειολήπτης για να ξεφύγει από το άγος του ενοικίου και των μετακομίσεων, δυσκολεύεται να υποθέσει ότι τα επόμενα είκοσι ή είκοσι πέντε χρόνια μπορεί η ζωή του να ανατραπεί τόσο πολύ, ώστε να αδυνατεί να πληρώσει. Οι τράπεζες όμως με τα σπουδαγμένα στελέχη και τα σοφά think tanks που έχουν στις τάξεις τους, θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένες γι αυτή την πιθανότητα. Εξάλλου δεν υπάρχει κανένας πιο ειδικός στην μακροοικονομία από τις τράπεζες, συνεπώς γνωρίζουν ότι οι κύκλοι στην διεθνή και στις εθνικές οικονομίες είναι δεδομένοι. Στην ανάπτυξη ο τζίρος και τα κέρδη τους ανεβαίνουν, στις υφέσεις οι επιδόσεις τους πέφτουν. Τον ίδιο κύκλο ακολουθούν και τα φυσικά πρόσωπα ως οικονομικές μονάδες. 

Ίδιο αποτέλεσμα

Στους χαλεπούς λοιπόν καιρούς που ζούμε, το πρόβλημα των δανείων στις τράπεζες βρέθηκε ξανά στην επικαιρότητα. Σαν να ξαναζούμε το 2010 που άρχισε η κρίση, αλλά με άλλα χαρακτηριστικά. Τότε μειώθηκαν ξαφνικά όλα τα εισοδήματα, σήμερα δεν μειώνονται τα εισοδήματα αλλά ανεβαίνουν διαρκώς οι δόσεις φτάνοντας σε σημείο που ένα κομμάτι των δανειοληπτών αδυνατεί να τις εξυπηρετήσει. Το 2010 τα αίτια της κρίσης ήταν εθνικά και αφορούσαν μόνο την Ελλάδα, σήμερα είναι διεθνή, αφορούν όλο τον πλανήτη και έρχονται στην χώρα μας ως εισαγόμενο πρόβλημα. Πλην το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Δημιουργία μιας καινούριας γενιάς κόκκινων απλήρωτων δανείων, φούντωμα των εισπρακτικών εταιρειών, έξαρση των εξώσεων και των πλειστηριασμών, κοινωνική και πολιτική οργή. Και φυσικά, πάνω σ’ αυτά πολιτική αντιπαράθεση.

Η ευθύνη 

Εδώ ακριβώς είναι που μπαίνει το θέμα των τραπεζών και της ευθύνης τους. Οι τράπεζες δεν είναι ασφαλώς φιλανθρωπικά ιδρύματα που μοιράζουν αγύριστο χρήμα, αλλά κι από την άλλη δεν είναι ληστές με πιστόλι που δεν υπολογίζουν τίποτα. Ή τουλάχιστον, δεν θα ‘πρεπε να είναι. Ως οικονομικοί οργανισμοί με μακροπρόθεσμα συμφέροντα, θα ήταν σοφότερο εκ μέρους των να λειτουργήσουν με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση απ’ αυτήν που μας έχουν συνηθίσει. Όχι διότι απαιτούμε αγαπησιάρικη καρδιά από τα Δ.Σ. των τραπεζιτών, αλλά διότι δεν είναι παράλογο να ζητήσουμε λίγο οικονομικό ορθολογισμό. Το βραχυπρόθεσμο κέρδος δεν είναι ποτέ προτιμότερο από την μεσοπρόθεσμη σταθερότητα. Μαγαζιά είναι και οι τράπεζες, που πρώτιστο μέλημα τους θα ‘πρεπε να είναι η διατήρηση ενός υγιούς πελατολογίου. Μπακαλίστικα βλέποντας το πράγμα, καμιά σώφρων επιχείρηση δεν θα προτιμούσε να έχει μεγάλο κέρδος σήμερα το οποίο όμως θα της διώξει την μισή από την μελλοντική της πελατεία. 

Λύση win-win

Κατά τούτο, έχει δίκιο-βουνό ο Σταϊκούρας, όταν βάζει τους τραπεζίτες σ’ ένα τραπέζι και προσπαθεί να τους πείσει ότι πρέπει να συμφωνήσουν σε μια λύση win-win. Η οποία θα υπακούει στον απλό κανόνα «όπως πληρώνει ο δανειολήπτης ένα μέρος της απρόσμενης κρίσης, πρέπει να πληρώσει κι ένα κομμάτι της η τράπεζα». Δεν γίνεται η κρίση να βαρύνει μόνο το ένα συμβαλλόμενο μέσο, όχι μόνο για λόγους ηθικής και δικαιοσύνης, αλλά κυρίως διότι το ένα μέρος από μόνο τους δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και θα πεταχτεί οριστικά έξω απ’ το παιχνίδι. Αυτό δεν συμφέρει ούτε την τράπεζα. Φυσικά, το πρώτο που ζητά ο τραπεζίτης είναι να πληρώσει την μισή αύξηση ο δανειολήπτης και την άλλη μισή το κράτος, πλην αυτό ούτε εφικτό είναι ούτε λογικό. Ούτε υπάρχουν αυτά τα λεφτά στα κρατικά ταμεία, αλλά και να υπήρχαν γιατί να πάνε στις τράπεζες που έχουν κέρδη; 

Ο… μπαμπούλα, ο αριστερός

Στον αντίποδα υπάρχει ο μπαμπούλας Τσίπρας, που –κατά το συνήθειο του- προτείνει έκτακτες φορολογίες στις τράπεζες. Αντιπολίτευση είναι, το τσεπάκι του είναι γεμάτο από εύκολες και ανεφάρμοστες λύσεις. Μια επιβολή μονομερούς κρατικής φορολογίας θα επιδείνωνε το διεθνές κλίμα για την ελληνική οικονομία, θα καταβαράθρωνε το χρηματιστήριο, θα έκοβε την ροή ξένων επενδύσεων στην χώρα και θα ανέβαλε επ’ αόριστον την πολυπόθητη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Μόνη λύση είναι η εξεύρεση μιας συναινετικής λύσης ανάμεσα σε κυβέρνηση και τραπεζικό σύστημα, η οποία θα πάρει και έκκριση από τον ESM, καθότι ακόμα βρισκόμαστε σε καθεστώς εποπτείας. Οι συστημικοί τραπεζίτες όμως, βάζουν μπροστά τα συμφέροντα των μετόχων τους, φετιχοποιούν τους φετινούς ισολογισμούς τους, αδιαφορούν για το κοινωνικό πρόβλημα που τροφοδοτεί η στάση τους και παλεύουν να σπρώξουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Θα το κληροδοτήσουν στην επόμενη γενιά στελεχών τους, αυτοί στο μεταξύ θα έχουν πάρει τα μπόνους τους. 

Δεν γίνεται όμως έτσι. Η φρικτή περίοδος του 2010-20 δεν πρέπει να έχει παραδώσει μαθήματα μόνο στον φτωχό κόσμο, πρέπει να έχει διδάξει και τους μεγάλους παίχτες της αγοράς. Και οι τράπεζες επί του παρόντος δεν δείχνουν να είναι καλοί μαθητές. Συνεχίζουν να βάζουν τα βραχυπρόθεσμα κέρδη τους πάνω από το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους. Αυτή την εβδομάδα θα δούμε τις τελικές προτάσεις τους. Εύχομαι να μην δικαιώσουν την (άσχημη) φήμη τους.