Την απάντηση των τραπεζών σε μία σειρά από ζητήματα που έχουν μπει στο τραπέζι από το Υπουργείο Οικονομικών, αναμένει η κυβέρνηση το αργότερο μέσα στις επόμενες 12 ημέρες.

Στο οικονομικό επιτελείο υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι τελικά οι τράπεζες θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα αναλάβουν συγκεκριμένη δράση προκειμένου να στηριχθεί η κοινωνία σε αυτή την ομολογουμένως δύσκολη περίοδο που διέρχεται η χώρα.

Σε τέσσερις άξονες κινείται η επιδίωξη της κυβέρνησης, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον τέτοιο που θα επιτρέψει στους πολίτες να ανταπεξέλθουν με μεγαλύτερη ευκολία στις συνθήκες που επικρατούν σήμερα.

Στήριξη των ενήμερων δανειοληπτών, περισσότερες ρυθμίσεις δανείων με την αξιοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και μείωση των προμηθειών για συνήθεις τραπεζικές εργασίες, αποτελούν την βεντάλια των επιδιώξεων της κυβέρνησης.

Ο υπουργός Οικονομικών σε χθεσινές του δηλώσεις, στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στα επιτόκια δανεισμού και καταθέσεων, όπως αυτά ανακοινώθηκαν την Παρασκευή από την Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως συγκεκριμένα τόνισε «το μέσο επιτόκιο των νέων καταθέσεων είναι 0,05% σταθερό. Το μέσο επιτόκιο των νέων δανείων τον Οκτώβριο αυξήθηκε κατά 0,26% και είναι 4,86%, απαράδεκτο. Θα πρέπει να κάνουν αύξηση επιτοκίων καταθέσεων άμεσα και σημαντικά, και να μειώσουν το επιτόκιο στα νέα δάνεια».

Και πήγε ένα βήμα παραπάνω τονίζοντας ότι πρέπει να δοθεί λύση ουσιαστική πριν από την επόμενη συνάντηση που είναι προγραμματισμένη σε 12 ημέρες.

Από την πλευρά των τραπεζών τα παραπάνω θέματα εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο, το οποίο όμως, όπως αναφέρουν, θα πρέπει αφενός να είναι συμβατό με το πλαίσιο των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και παράλληλα να μην θέτουν εν αμφιβόλω τους κεφαλαιακούς δείκτες.

Το πιο δύσκολο πάντως κομμάτι την επιδιωκόμενης συμφωνίας, είναι το μοντέλο στήριξης των ενήμερων δανειοληπτών, αφού εκεί εντοπίζεται ο μεγαλύτερος βαθμός διαφωνίας ανάμεσα στις τράπεζες και την κυβέρνηση.

Η συνάντηση της περασμένη Πέμπτης, δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφού υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών, αναφορικά με το πως προσεγγίζουν το θέμα.

Οι τράπεζες προτείνουν ένα μοντέλο που μοιάζει με αυτό της Γέφυρας, που είχε εφαρμόσει η Πολιτεία στην περίοδο της πανδημίας, με την διαφορά ότι αυτή την φορά το κόστος θα επιμερίζεται.

Από την άλλη το υπουργείο Οικονομικών φαίνεται να προκρίνει το ισπανικό μοντέλο, χωρίς να το βάζει ως προϋπόθεση, αλλά σε κάθε περίπτωση θέλει μία λύση που δεν θα προκαλεί δημοσιονομική επιβάρυνση.

Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έδωσε προθεσμία δύο εβδομάδων στις τράπεζες προκειμένου να φέρουν προτάσεις σε μία σειρά ζητημάτων που απασχολούν την κοινωνία, αυτή την δύσκολη χρονικά περίοδο, οι οποίες όμως θα κινούνται σε συγκεκριμένα πλαίσια, τα οποία καθορίζει μέσα από ανακοίνωση που εξέδωσε αμέσως μετά την λήξη, της άκαρπης αυτής συνάντησης.

Οι πληροφορίες από το υπουργείο Οικονομικών αναφέρουν ότι προκάλεσε έκπληξη στην πολιτική ηγεσία η στάση των τραπεζών η οποία κινήθηκε εκτός του πλαισίου που είχε μπει στην πρώτη επαφή μεταξύ των δύο πλευρών για το συγκεκριμένο θέμα.

Μάλιστα κορυφαίος αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών αναρωτήθηκε μετά την συνάντηση, πως γίνεται από την μία οι τράπεζες σε ένα γενικότερο κλίμα πιέσεων στην οικονομία να ζητούν δημοσιονομική σταθερότητα για να επιτευχθεί ο στόχος της επενδυτικής αξιολόγησης και από την άλλη να προτείνουν λύσεις που οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση, αφού αυξάνουν το έλλειμμα.

Ο αντίλογος των τραπεζών είναι ότι μία λύση που θα έχει στήριξη μόνο από τις τράπεζες, δεν μπορεί να περάσει από τις εποπτικές αρχές και ως εκ τούτου είναι κενό γράμμα. Χαρακτηρίζουν μάλιστα, το ισπανικό μοντέλο, που προβλέπει μία σειρά παρεμβάσεων υπέρ των δανειοληπτών με το κόστος να το αναλαμβάνουν οι τράπεζες, ως «νεκρό» για τα ελληνικά δεδομένα.

Στο ίδιο θέμα δυσαρέσκεια υπάρχει στην κυβέρνηση και για τον αριθμό των δανειοληπτών που αφορά το σχέδιο που παρουσιάστηκε. Σύμφωνα με πηγές από το υπουργείο Οικονομικών η περίμετρος είναι εξαιρετικά περιορισμένη και αφορά ελάχιστους. Ουσιαστικά, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, δεν δίνει κάποια ουσιαστική λύση σε μία εξαιρετικά κρίσιμη χρονική περίοδο που το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών πιέζεται από πολλές κατευθύνσεις.

Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του υπουργείου στην ανακοίνωση της Πέμπτης: «Οι νέες προκλήσεις που ορθώνονται μπροστά μας, λόγω του υψηλού πληθωρισμού και της αύξησης του κόστους χρήματος εξαιτίας της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής, είναι μεγάλες, πιέζοντας τα διαθέσιμα εισοδήματα των πολιτών. Η Κυβέρνηση, με τις πολιτικές που εφαρμόζει, στηρίζει ουσιαστικά αυτά τα εισοδήματα. Ζητά από το χρηματοπιστωτικό σύστημα να συμβάλει ενεργά».

Επίσης μέσα σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση πήγε ένα βήμα πιο πέρα κόβοντας κάθε συζήτηση για καταβολή bonus στα τραπεζικά στελέχη.

Στο τραπέζι της συζήτησης και των προτάσεων που αναμένει η κυβέρνηση είναι και μία ακόμη σειρά, σημαντικών θεμάτων. Το υπουργείο Οικονομικών τα δημοσιοποίησε και παράλληλα προσδιόρισε και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν αυτές οι προτάσεις.

Συγκεκριμένα:

1. Κατάθεση πρότασης των τραπεζών για πρόγραμμα στήριξης ενήμερων ευάλωτων δανειοληπτών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους ευρωπαϊκούς εποπτικούς κανόνες, χωρίς δημοσιονομικό κόστος. Η Κυβέρνηση ζητά αυτή να κατατεθεί τις επόμενες δύο εβδομάδες.

2. Κατάθεση προτάσεων των τραπεζών με σκοπό την αύξηση της εγκρισιμότητας των αιτήσεων του εξωδικαστικού μηχανισμού που αφορούν τους ενήμερους δανειολήπτες τους. Οι σχετικές προτάσεις εκτιμάται ότι θα υποβληθούν μέχρι τέλους του έτους.

3. Αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και μείωση των αυξημένων επιτοκίων χορηγήσεων ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Τα πιστωτικά ιδρύματα αναμένεται να κινηθούν, διακριτά και ανεξάρτητα, προς αυτή την κατεύθυνση το προσεχές διάστημα. Η Ελληνική Κυβέρνηση ζητά αυτό να γίνει άμεσα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη μεγάλη αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου των τραπεζών το τελευταίο διάστημα.

4. Επαναξιολόγηση του κόστους προμηθειών των τραπεζών στις απλές τραπεζικές συναλλαγές. Η Ελληνική Κυβέρνηση παρουσίασε λίστα σχετικών προμηθειών, η οποία θα αξιολογηθεί από το κάθε τραπεζικό ίδρυμα, διακριτά και ανεξάρτητα.