Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

του Δημήτρη Καμπουράκη 

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τα ποσοστά του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα, μόνο μ’ αυτά της φλεγόμενης Μέσης Ανατολής θα μπορούσαν να συγκριθούν. Σήμερα, μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες από κείνους τους μεταπολιτευτικούς καιρούς, το πράγμα έχει κατά κάποιο τρόπο αντιστραφεί.

Οι πορείες προς την αμερικάνικη πρεσβεία θεωρούνται γραφικές, ενώ συνθήματα του τύπου «έξω οι βάσεις του θανάτου» περιβάλλονται πια από μιαν αχλή αστειότητας. Το «έξω» έγινε «μέσα». Ο μέσος Έλληνας χαίρεται όταν ακούει ότι η Σούδα αντικαθιστά σταδιακά το Ινσιρλίκ και θαυμάζει δίχως ενοχές τις αεροφωτογραφίες από την καινούρια βάση στην Αλεξανδρούπολη, όπου διακρίνονται εκατοντάδες αμερικανικά τεθωρακισμένα στοιχισμένα και ετοιμοπόλεμα στις προβλήτες.

Σχέση αγάπης και μίσους

Πρόκειται για μια ιστορική σχέση αγάπης και μίσους. Η Αμερικανική Δημοκρατία ήταν από τις πρώτες που το μακρινό 1821 αναγνώρισε το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Αμερική έγινε ο μυθικός τόπος προκοπής για τους πάμφτωχους Έλληνες που έψαχναν μια γη για να καταπολεμήσουν την πείνα τους και να φτιάξουν μια ζωή ευμάρειας. Οι «μπρούκληδες» που επέστρεφαν μετά από χρόνια στον γενέθλιο τόπο τους έχοντας μια αλλόκοτη προφορά και την τσέπη γεμάτη δολάρια, ήταν φιγούρες που αποτυπώθηκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο των τότε Ελλήνων, ως ζηλευτές και αξιομνημόνευτες. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το αμερικάνικο και κυρίως το ελληνοαμερικάνικο χρήμα έσωσε κόσμο και κοσμάκη στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Τότε οι Αμερικάνοι ήταν οι καλοί της ιστορίας.

Πότε «χάλασε» το πράγμα…

Το πράγμα άρχισε να χαλάει με την ανάδειξη της Αμερικής σε παγκόσμια ηγεμονεύουσα δύναμη μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η ενεργή εμπλοκή τους στον εμφύλιο, η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα τους και η αίσθηση ότι η χώρα μας μεταβλήθηκε σε μεταπολεμικό αμερικανικό προτεκτοράτο, καλλιέργησαν έναν αντιαμερικανισμό που ρίζωσε βαθιά στην συνείδηση των νεοελλήνων. Σ’ αυτό συνέβαλε καθοριστικά και η ιστορικο-ιδεολογική ηγεμονία των ηττημένων του εμφυλίου. Έχασαν στο πεδίο των μαχών, κέρδισαν στο πεδίο των ιδεών. Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν το μεγαλύτερο πακέτο υποστήριξης που δόθηκε ποτέ στην Ελλάδα, οι κατεστραμμένες απ’ τους πολέμους υποδομές της ξαναφτιάχτηκαν, όμως στην συνείδηση του μέσου Έλληνα η θηριώδης αυτή στήριξη μεταβλήθηκε σε όχημα αποικιοποίησης της χώρας τους και σε πάρτι αετονύχηδων.

Η κορύφωση στη χούντα 

Ο αντιαμερικανισμός κορυφώθηκε με την χούντα των συνταγματαρχών και με την διχοτόμηση της Κύπρου. Η Αμερική θεωρήθηκε υπεύθυνη για την κατάλυση της δημοκρατίας και ακόμα χειρότερα, υπεύθυνη για τον εθνικό ακρωτηριασμό στην Κύπρο. Ο δόλιος ρόλος του Χένρι Κίσιντζερ επιβεβαιώθηκε αργότερα από όλες τις πηγές. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας βρήκε την χώρα μέσα σ’ έναν ξέφρενο αντιαμερικανισμό, που συμβάδιζε με την άνοδο του Παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ και της αριστεράς εν γένει. Η απομάκρυνση των «βάσεων του θανάτου» έγινε παλλαϊκό σύνθημα, παρά το γεγονός ότι καμιά πολιτική ηγεσία δεν το τόλμησε ποτέ, ξέροντας τα γεωπολιτικά δεδομένα στην περιοχή μας. Ακόμα και όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ανανέωσε την παραμονή των αμερικανικών βάσεων, επικοινωνιακά την πλάσαρε ως «συμφωνία απομάκρυνσης». Ήταν ο μόνος τρόπος για να μην υπάρξουν λαϊκές αντιδράσεις. 

Η στήριξη στην Τουρκία 

Ο αντιαμερικανισμός αυτός είχε δημιουργήσει και την πεποίθηση στους Έλληνες, ότι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία οι Αμερικανοί υποστήριζαν σταθερά την δεύτερη. Αυτό ίσχυε, αλλά όχι εξ’ αιτίας κάποιου αμερικάνικου ανθελληνισμού. Απλώς στην Ουάσιγκτον  θεωρούσαν την Τουρκία χρησιμότερη και κρισιμότερη για τα συμφέροντα τους, ειδικά τον καιρό του ψυχρού πολέμου. Η αναλογία επτά προς δέκα στις πωλήσεις πολεμικού υλικού που επικρατούσε επί δεκαετίες, ποτέ δεν έγινε πιστευτή από το ελληνικό κοινό, έχασε δε σταδιακά το νόημα της με το άνοιγμα των διεθνών πολεμικών αγορών και με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας της Τουρκίας. Εμείς ποτέ δεν καταφέραμε αξιόλογα πράγματα σ’ αυτό τον τομέα.

Αμηχανία μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων 

Τις δεκαετίες της ευρωπαϊκής μας ευμάρειας, ο αντιαμερικανισμός αμβλύνθηκε, δίχως ποτέ να εξαφανιστεί εντελώς. Η απόλυτη παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, δημιούργησε αμηχανία στην ελληνική κοινή γνώμη. Καταλαβαίναμε ότι είναι προς το συμφέρον μας να είμαστε σύμμαχοι της ισχυρότερης χώρας του κόσμου, αλλά κι από την άλλη αυτό ερχόταν σε αντίθεση με ένα μύχιο λαϊκό μας αίσθημα να κάνουμε αντάρτικο στο μεγάλο αφεντικό του πλανήτη. Με το γύρισμα του αιώνα, η οικονομική κρίση που ας ισοπέδωσε άλλαξε πάλι τις παγιωμένες πεποιθήσεις μας. Οι Ευρωπαίοι ήθελαν να μας διαλύσουν και να μας διώξουν από την ζώνη του ευρώ, οι Αμερικανοί έβαζαν αποφασιστικά πλάτη υπέρ μας, αν και ήταν πέραν των τυπικών τους αρμοδιοτήτων. Καινούριο μπέρδεμα αυτό. 

Η αναβάθμιση των σχέσεων 

Και ξάφνου, σ’ ένα απ’ αυτά τα αλλόκοτα γυρίσματα της Ιστορίας, με την ανατολή της δεκαετίας του ’20, τα πράγματα αντιστράφηκαν στην περιοχή μας. Ο Ερντογάν έκοψε καπίστρι –κατά το βουκολικώς λεγόμενο- με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να τον θεωρήσουν επισφαλή σύμμαχο. Αυτό αυτομάτως οδήγησε τις επίσημες ελληνοαμερικανικές σχέσεις να αναβαθμιστούν απότομα και αποφασιστικά. Η βάση του Ινσιρλίκ άρχισε να μετακομίζει προς την Σούδα, η Λάρισα έγινε η μεγαλύτερη βάση αμερικανικών ελικοπτέρων στην μεσόγειο, στην Αλεξανδρούπολη άρχισε να χτίζεται μια πελώρια στρατιωτική εγκατάσταση. Ο Μπάιντεν έβαλε πάγο στον Ταγίπ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστηρίζει πια ευθέως την ελληνική κυριαρχία στα νησιά μας, η Ελλάδα παίρνει F-35 ενώ η Τουρκία ακόμα προσπαθεί να αναβαθμίσει τα παλιά της F-16. Αλλόκοτα πράγματα, ειδικά αν προσθέσουμε σ’ αυτά και την τροπολογία Μενέντεζ που βάζει σκληρούς όρους στους Τούρκους για τις υπερπτήσεις. Γνωστά πράγματα.

Ξεπερασμένος αντιαμερικανισμός 

Η ελληνική κοινή γνώμη δεν ακολούθησε με την ίδια ταχύτητα τις κινήσεις των πολιτικών ηγεσιών Ελλάδας και ΗΠΑ. Ο παλιός αντιαμερικανισμός είναι πια ξεπερασμένος, αν και ενυπάρχει ένας καινούριος που επικεντρώνεται στην έμμεση ή άμεση στήριξη του Πούτιν και κάθε ψεκασμένης θεωρίας συνωμοσίας. Ο μέσος Έλληνας που παλιότερα φώναζε «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», σήμερα στέκεται αμήχανος μπροστά σ’ αυτόν τον εναγκαλισμό μας με την υπερδύναμη. Ακόμα πιο αμήχανος βλέπει τον Ερντογάν να λυσσάει για την Αλεξανδρούπολη, αλλά σκέφτεται ότι για να φωνάζει ο Τούρκος σημαίνει ότι η βάση που χτίζεται εκεί μας συμφέρει. Οι δηλώσεις του Τούρκου ότι η Ελλάδα γίνεται υπομόχλιο για αμερικανική επίθεση κατά της Τουρκίας, σπάει τα ελληνικά στερεότυπα και μπερδεύει τα απλοϊκά μας μυαλά. Κάτι μεγάλο γίνεται γύρω μας, που δεν το πολυκαταλαβαίνουμε. 

Ό,τι και να πούμε είναι θετικές οι εξελίξεις 

Οι εχέφρονες της χώρας δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν ότι καμιά ξένη δύναμη, όσο φιλικά προσκείμενη κι αν είναι σε μας, δεν πρόκειται να πολεμήσει για μας. Όλοι οι Έλληνες το έχουν εμπεδώσει αυτό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η περισσότερο φιλική στάση των ΗΠΑ απ’ όσο παλιότερα δεν πρέπει να αξιολογείται θετικά. Το ίδιο και η Γαλλία, που είναι απροκάλυπτα μαζί μας απέναντι στον τούρκικο αναθεωρητισμό. Εξάλλου, όσοι έχουν σπουδάσει διπλωματία ξέρουν ότι η πραγματική δύναμη μιας χώρας είναι ο συνδυασμός των στρατιωτικών, διπλωματικών και οικονομικών δυνατοτήτων της. Κατά τούτα, είναι ευτύχημα που στη χειρότερη αναθεωρητική στιγμή της Τουρκίας, βρεθήκαμε σ’ ένα από τα καλύτερα συνδυαστικά σημεία της εθνικής μας δύναμης.