του David Goodhart*
Ο ρόλος που παίζει η μοναρχία, η έμφαση δηλαδή στο τελετουργικό τού έθνους και στην εθνική ταυτότητα, αποτελεί μια από τις βάσεις τής ύπαρξής της, αλλά κι έναν από τους βασικότερους λόγους αμφισβήτησής της από τη δημοκρατική μειοψηφία. Η δημοκρατία είναι παιδί του εθνικού κράτους, αλλά ένα απείθαρχο παιδί, καθώς δίνει φωνή στις αντιπαραθέσεις των συμφερόντων και στις διαμάχες στον τομέα των αξιών. Η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ κατάφερε να συμφιλιώσει τους «somewhere» (τους χαμένους δηλαδή της παγκοσμιοποίησης) με τους «anywhere» (τους κερδισμένους δηλαδή της παγκοσμιοποίησης).
Η Βρετανία είναι τυχερή που έχει πολλούς εθνικούς θεσμούς ,οι οποίοι «πνίγουν» τις αναπόφευκτες διαιρέσεις και απαιτούν τη νομιμοφροσύνη των περισσοτέρων φιλελεύθερων και συντηρητικών: το ΕΣΥ, την Ολυμπιακή Ομάδα, τον στρατό, το BBC (στις καλές του ημέρες) και τη μοναρχία. Στην εποχή του Brexit, του σκωτσέζικου αυτονομισμού, της διαίρεσης Βορρά-Νότου, της αντιπαράθεσης των διπλωματούχων και των μη διπλωματούχων, όπως και των somewhere και anywhere, θα ήταν λογικό να περιορίσουμε τον κατάλογο αυτών των ενωτικών θεσμών;
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η ενότητα γύρω από το στέμμα θα παραμείνει και μετά τον θάνατο της χαρισματικής προσωπικότητας που λεγόταν Ελισάβετ. Σε μια δημοκρατική εποχή, η μοναρχία πρέπει να εξελιχθεί με τον ίδιο ρυθμό με το έθνος, και ο Βασιλιάς Κάρολος το ξέρει. Η γενική συναίνεση των δέκα τελευταίων ημερών κρύβει ένα πιο επιφυλακτικό υπόγειο ρεύμα. Μια δημοσκόπηση που έγινε τον Ιούνιο έδειξε ότι το 60% του πληθυσμού επιθυμεί τη διατήρηση της μοναρχίας στο άμεσο μέλλον, το 25% όμως πιστεύει ότι ο θάνατος της Βασίλισσας είναι μια καλή ευκαιρία για να γίνει η χώρα Δημοκρατία. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι μια μειοψηφία μόνο των Σκωτσέζων, των νέων και των μελών μειονοτήτων διάκειται υπέρ της μοναρχίας.
Η Βασίλισσα Ελισάβετ δεν ήταν πάντα τόσο δημοφιλής όσο τα τελευταία χρόνια. Στα πενήντα της τη θεωρούσαν βαρετή. Ο θάνατος της Νταϊάνας, όμως, ήταν η απόδειξη ότι η σύγχρονη μοναρχία είναι δημοκρατική. Οι εφημερίδες και η κοινή γνώμη ζήτησαν από τη Βασίλισσα να δείξει περισσότερη θλίψη και ανησυχία, κι εκείνη το έκανε. Τα 20 τελευταία χρόνια, νομίζω ότι αυτό που εντυπωσίασε πολύ κόσμο, περιλαμβανομένων της Αριστεράς και της διανόησης, ήταν η μακροζωία της. Η αυτοσυγκράτησή της και ο στωικισμός της την έφεραν πιο κοντά σε μια χώρα που νοιώθει λίγο θλιμμένη, αν όχι ένοχη, που έχασε αυτές τις αρετές.
Για τη Βρετανία, ο θάνατος της Βασίλισσας αποτελεί την κορύφωση της μετα-ιμπεριαλιστικής επιρροής της. Η Ελισάβετ ανήκε σε μια εποχή όπου ήταν φυσιολογικό η Βρετανία να έχει δική της έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, να έχει πυρηνικά όπλα, να ηγείται μιας Κοινοπολιτείας με 50 μέλη, να έχει μια «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ. Με τον θάνατο της Βασίλισσας, και τη χώρα εκτός ΕΕ, ίσως να επανεξεταστούν πολλά πράγματα. Η χώρα θα μάθει να μην παίζει σε άλλη κατηγορία από αυτή στην οποία ανήκει.
Ο Βασιλιάς Κάρολος θα πρέπει τώρα να ενώσει τις πιο επιφυλακτικές ομάδες που προαναφέρθηκαν, χωρίς να αποξενώσει την παραδοσιακή βάση της μοναρχίας. Έκανε μια καλή αρχή με τον λόγο που εκφώνησε, ενώ έκανε κι ένα βήμα προς τον Χάρι και τη Μέγκαν που είναι δημοφιλείς στους νέους. Οι προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές κινήσεις που θα δούμε τους ερχόμενους μήνες μπορεί να εξοργίσουν μερικούς οπαδούς της παράδοσης. Οι τελευταίοι θα θεωρήσουν, όμως, χωρίς αμφιβολία, ότι πρόκειται για σημεία των καιρών.
(*) O Ντέιβιντ Γκούντχαρτ είναι Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας