του Θανάση Παπαμιχαήλ, επικοινωνιολόγου
Οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Και για να αλλάξει η πολιτική ηγεσία, θα πρέπει ο λαός να γίνει πολίτης.
Δύσκολα πράγματα, ειδικά όταν οι πολιτικές ηγεσίες πολλών χωρών μοιάζουν με «παιδικές χαρές». Κάποιος θα πρέπει να τους σταματήσει, πριν καταλήξει το μεγαλύτερο μέρος των λαών να κάνει «ελεύθερο κάμπινγκ» σε πάρκα, παγκάκια, εισόδους κλειστών καταστημάτων, δρόμους και κάτω από γέφυρες!
Μας διοικούν, παγκοσμίως, απίστευτοι πολιτικοί που με τις πράξεις τους ανατροφοδοτούν και επιταχύνουν την κάθε είδους κρίση, ενώ μετατρέπουν τα αποτελέσματα ακόμη και δημοψηφισμάτων κατά το δοκούν, αν δεν τα μετατρέπουν σε ψήφο εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό τους!
Η χώρα μας αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά, κοινωνικά και υγειονομικά προβλήματα, πληθώρα προκλήσεων όπως η ακρίβεια, η ενέργεια, το προσφυγικό, η αποχαλίνωση εξωτερικών παραγόντων με τις επεκτατικές τους βλέψεις, και οι πολιτικοί ταγοί μας συνεχίζουν να υπόσχονται περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να προσφέρουν. Σύνηθες το φαινόμενο, ψέματα, αυταπάτες, πελατειακές σχέσεις, διαπλοκή, ασυνέπεια λόγων και έργων. Στις τηλεοράσεις ασκείται «κατευθυνόμενη πολιτική», ποδοπατώντας πολλές από τις αξίες μιας κοινωνίας.
Ενεργά αντανακλαστικά, παρά την κρίση, επιδεικνύει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αποδεικνύοντας ότι σε δύσκολους καιρούς είναι το «αποκούμπι» ενός ταλαιπωρημένου λαού. Το απέδειξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες και με μειωμένους προϋπολογισμούς.
Είναι πραγματικά το «ανθρώπινο» πρόσωπο της πολιτικής, γιατί στην Αυτοδιοίκηση η αξιοκρατία κυριαρχεί.
Αξιοκρατία. Μια λέξη ξένη για τον τόπο, τόσο «απόμακρη», που αναγκάζει κάθε χρόνο σε φυγή χιλιάδες Έλληνες που βλέπουν να ανέρχονται σε αξιώματα και να καταλαμβάνουν καίριες θέσεις κάθε λογής κομματικά στελέχη, τα οποία μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που εκλέγονται ακόμη και στο ελληνικό Κοινοβούλιο με μόνο προσόν την κομματική ταυτότητα. Με αποκλειστικό «όχημα» την υποταγή στο κόμμα, ήτοι την κομματική πειθαρχία, δεν είναι λίγες οι φορές που ο εκάστοτε πολιτικός αρχηγός συνθέτει με αυτήν τη λογική τα ψηφοδέλτια που «κατεβάζει» στις εκλογές, επιβραβεύοντας πρόσωπα που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα επιλέγονταν ούτε για θυρωροί της πολυκατοικίας του.
Η περίπτωση, εξάλλου, των εκλογών αποκλειστικά με λίστα είναι ο ιδανικότερος τρόπος για να απομακρύνεις τους άξιους και να επικροτήσεις όσους είναι αρεστοί στην εξουσία γιατί συνήθως την κολακεύουν και καταφέρνουν να γίνουν απαραίτητοι, κυρίως επειδή αποφεύγουν να πουν επώδυνες αλήθειες.
Παράλληλα, με τον ίδιο τρόπο που ο κομματικός μηχανισμός διορίζει σε θέσεις ευθύνης θαυμαστές τηλεοπτικών προσώπων, ο Έλληνας ψηφοφόρος, που σιχτιρίζει για τον νεποτισμό και την κομματοκρατία στις εθνικές εκλογές, ψηφίζει είτε με βάση το ξεπερασμένο ιδεολογικό δίπολο Αριστερά – Δεξιά, είτε με βάση την «τσέπη» του και την ψευδαίσθηση ποιος είναι καλύτερος στον λαϊκισμό και την παροχολογία, είτε με το μοιρολατρικό μότο «το μη χείρον βέλτιστον», ή αλλιώς να φύγουν οι παλιοί για να δοκιμάσουμε τους νεότερους. Η κατηγορία αυτών των κριτηρίων δημιουργεί δε τις καλύτερες συνθήκες για να επωάσει τους λεγόμενους ψηφοφόρους «κοψοχέρηδες», τους μετανιωμένους εκλογείς που κατόπιν εορτής αντιλαμβάνονται το λάθος τους και δεσμεύονται ότι δεν θα ξαναψηφίσουν φθαρμένα πρόσωπα και συνδυασμούς, αλλά σπανίως το τηρούν.
Αχτίδα φωτός, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αποτελεί η διαφοροποίηση στην ψήφο για τις τοπικές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, που φαίνεται να γίνεται με περισσότερο αξιοκρατικά και εκλογικευμένα κριτήρια, όπως ο πιο αξιόπιστος, ο πιο κατάλληλος, ο πιο άφθαρτος, ο πιο έμπειρος, ο πιο προσοντούχος, αυτός που έχει φρέσκες ιδέες και όχι αναγκαστικά ο νεότερος σε ηλικία, σε αντίθεση με το ο πιο κομματικός, ο πιο φαύλος, ο περισσότερο επιρρεπής στην παροχολογία, αυτός που πουλάει περισσότερο επικοινωνιακά, αλλά στην ουσία αναπαράγει τα ίδια μονότονα κλισέ των προηγουμένων.
Το μοντέλο Μαυρογιαλούρου και Γκόρτσου στην Τοπική αυτοδιοίκηση φαίνεται να ξεψυχά και να δίνει τη θέση του σε πιο υγιή αντανακλαστικά ψηφοφόρων που βλέπουν τον δήμο ως το ευρύτερο σπίτι τους, το οποίο πρέπει να προστατεύσουν από τα λαμόγια του παρελθόντος, πολιτικάντηδες που λυμαίνονταν τον τόπο τους και δεν δίστασαν να τον καταστρέψουν. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που και τα ίδια τα κόμματα κρατούν αποστάσεις από τους υποψηφίους των εκλογών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν δίνουν πλέον το περίφημο χρίσμα και, όταν το κάνουν, συνήθως ο κόσμος γυρνά την πλάτη σε αυτόν που θα το λάβει, προτιμώντας περισσότερο ανεξάρτητες υποψηφιότητες που δεν παραπέμπουν σε κομματικό παρελθόν και ανέλιξη σε κομματική ιεραρχία. Στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση φαίνεται, λοιπόν, ότι έχει εμπεδωθεί στον κόσμο το κριτήριο της καταλληλότητας με βάση τα προσόντα και την αξιοσύνη, κάτι που είναι πλέον απαραίτητο να συμβεί και στις εθνικές εκλογές, εκεί που διακυβεύονται, πλέον, τεράστια συμφέροντα για το μέλλον του τόπου, οικονομικά και κοινωνικά.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο λαός γίνεται σοφότερος όσον αφορά τις επιλογές που κάνει ψηφίζοντας για δήμαρχο ή για περιφερειάρχη. Μένει τώρα να αντιμετωπίσει και την πρόκληση των εθνικών εκλογών, επιλέγοντας ηγέτες που πραγματικά μπορούν να αναλάβουν ευθύνες και κόστη, χωρίς να λαϊκίζουν και να μοιράζουν φρούδες ελπίδες. Οψόμεθα!
Το «ανθρώπινο» πρόσωπο της πολιτικής από αυτοδιοικητικούς και όχι από πολιτικούς!