Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Γιώργου Στογιάννου
Δραπέτευσε δύο φορές από τη Βόρεια Κορέα, κάτω από δύσκολες συνθήκες, και αφέθηκε ελεύθερη από τη φυλακή στην οποία βρισκόταν, επειδή οι φρουροί δεν ήθελαν να πεθάνει μπροστά τους. Η Κιούν Πάρκ έγινε, τελικά, ένας από τους λίγους που έχουν αποδράσει από τη χώρα και έχουν καταφέρει να εγκατασταθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μιλώντας στη βρετανική «Mail», μοιράστηκε την ιστορία της. Με ποιον τρόπο κατάφερε να δραπετεύσει από την Βόρεια Κορέα και πώς οι εμπειρίες της την ώθησαν να εμπλακεί στην πολιτική, συμμετέχοντας στις τοπικές εκλογές της Μ. Βρετανίας.
«Μας πήρε 15 λεπτά για να περάσουμε από τον έναν κόσμο στον άλλο. Είχαμε, ήδη, μπει για τα καλά σε Κινεζικό έδαφος, όταν ακούσαμε τους Κορεάτες φρουρούς πίσω μας να φωνάζουν «Φυγάδες!». Ακούσαμε πυροβολισμούς, αλλά ήταν πολύ αργά. Ήμασταν εκτός της εμβέλειάς τους», διηγείται η Πάρκ, αναφερόμενη στην στιγμή που πέρασε τα σύνορα της Βόρειας Κορέας.
«Στη Βόρεια Κορέα, ζούσαμε με τον θάνατο για χρόνια, αλλά ακριβώς πέρα από τα σύνορα υπήρχε ένας άλλος κόσμος, μόλις μερικά μέτρα μακριά από μας», γράφει η ακτιβίστρια και τονίζει ότι από τη στιγμή που απέδρασε από τη Βόρεια Κορέα γλύτωσε αυτόματα από καταναγκαστικό γάμο, οξεία φτώχεια, πείνα και αρρώστιες.
H παιδική της ηλικία
Η Κιούν Πάρκ περιέγραψε πώς ζούσαν στην πόλη, στην οποία διέμενε με την οικογένειά της, στην Βόρεια Κορέα, και υποστηρίζει πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να επιστρέψει στην Τσονγκτζίν, τη τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
«Η πενταμελής οικογένειά μας κοιμόταν στο πάτωμα και το βράδυ το δωμάτιο φωτιζόταν από μια γυμνή λάμπα, που κρέμονταν από την οροφή. Οι λάμπες δίνονταν με… δελτίο, δώρο του Κιμ Ιλ Σούνγκ, και δεν ήταν διαθέσιμες για όλους. Αν κάποια φώτα ήταν μέχρι αργά αναμμένα, οι αρχές έκοβαν το ρεύμα στο κτήριο ως συλλογική τιμωρία. Έτσι, τις περισσότερες φορές ζούσαμε στο σκοτάδι και μιλούσαμε ελάχιστα, διότι η διαχειρίστρια του κτηρίου συγκέντρωνε πληροφορίες για τους κατοίκους και τις διαβίβαζε απευθείας στο υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας».
Η Πάρκ κάνει εκτενή αναφορά στα περιστατικά πείνας, τα οποία βίωσε στη Βόρεια Κορέα, ενώ παραθέτει και παραδείγματα περιπτώσεων που αισθανόταν χορτάτη, αλλά με παράνομο τρόπο!
«Ήμασταν πάντα πεινασμένοι. Οι περισσότερες από τις πενιχρές μερίδες που λαμβάναμε με κουπόνι, αποτελούνταν από τρόφιμα από καλαμπόκι. Η μητέρα μου έφτιαχνε φαγητά με τη φαντασία της, για να μας βάζει φαγητό κάθε μέρα, αλλά δεν ήταν αρκετό. Η πείνα συχνά με εμπόδιζε να κοιμηθώ. Την επόμενη μέρα, ξανά το ίδιο. Το συναίσθημα να είμαι χορτάτη; Νομίζω ότι στα 30 χρόνια που έζησα στη Βόρεια Κορέα, το βίωσα μόνο δύο φορές. Μια φορά, όταν ήμουν οκτώ χρονών και ο πατέρας μου έφερε ψωμί στο σπίτι. Η δεύτερη φορά ήταν η μέρα που έφαγα δέκα αυγά στη σειρά. Ο πατέρας μου είχε επιστρέψει εκείνη την ημέρα, κρατώντας ένα σακίδιο φτιαγμένο από μαύρο ύφασμα και μας έκανε νόημα να μείνουμε σιωπηλοί. Από το σακίδιο έβγαλε 50 άσπρα αυγά. Τα είχε πάρει ως αντάλλαγμα για κάποια δουλειά που είχε κάνει για ένα αγρόκτημα, αλλά σε μια χώρα, όπου όλα τα τρόφιμα ανήκαν στο κράτος, παραβίαζε τον νόμο. Αν το μάθαινε κανείς, θα ήμασταν φυλακή…»
Συλλήψεις και εκτελέσεις μπροστά στα παιδιά
Έπειτα, η Παρκ μίλησε για τους λόγους, για τους οποίους θα μπορούσε κάποιος να συλληφθεί:
«Μια μέρα, μόλις γύρισα από το σχολείο, η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας χτύπησε την πόρτα, ζητώντας μου να επιστρέψω. Ένας προδότης είχε συλληφθεί και επρόκειτο να τιμωρηθεί. Γυρίσαμε βιαστικά στο σχολείο, όπου ο δάσκαλος μας παρέταξε και μας οδήγησε στον ποταμό Ραμπούκ, όπου είχε μαζευτεί μεγάλο πλήθος. Ξαφνικά, ένα στρατιωτικό τζιπ ανέβηκε και αστυνομικοί έβγαλαν έναν άνδρα με κουκούλα. Τον έδεσαν στο στύλο. Τρεις στρατιώτες παρατάχθηκαν μπροστά του, ο καθένας με ένα τουφέκι στον ώμο του. «Τι έκανε;», φώναξαν οι άνθρωποι που στέκονταν γύρω μας. «Νομίζω ότι σκότωσε μια αγελάδα! Μία αγελάδα; Ποιος θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Αφήστε τον να πεθάνει!»
Όπως λέει η Πάρκ, τον πυροβόλησαν στο κεφάλι, στο στήθος και στα γόνατα. «Με έπιασε το στομάχι μου, αλλά έμεινα σιωπηλή, όπως και 5.000 άνθρωποι γύρω μου».
Λίγα χρόνια αργότερα, σε μια από τις επιδρομές του καθεστώτος τη νύχτα, η αστυνομία πέρασε χειροπέδες σε μια οικογένεια, στο ισόγειο του κτηρίου.
«Το επόμενο πρωί, άκουσα τη διευθύντρια του κτηρίου να λέει ότι συνέλαβαν τον άντρα της, γιατί ήπιε πάρα πολύ και επέκρινε το κόμμα, κατηγορώντας το για τη φτώχεια. Η κριτική του κράτους είναι σοβαρό έγκλημα. Κρυμμένη κάτω από τις κουβέρτες μου, εκείνο το βράδυ έκλαψα. Ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Μια μπύρα, μερικές άστοχες λέξεις και πέντε ζωές καταστράφηκαν»
Κλείνοντας, η Παρκ δηλώνει ότι το μακρινό παρελθόν είναι ένα θολό όνειρο, ένας χαμένος κόσμος που καταρρέει, καταπίνοντάς το. Μέχρι σήμερα, το 2022, δεν έχει νέα από την οικογένειά της.