Στο νέο σύστημα αξιολόγησης υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα αναφέρθηκε ο υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης της Βουλής.

«Το νέο σύστημα βασίζεται στην αξιολόγηση των δεξιοτήτων των υπαλλήλων. Παύει να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν έμμεσο ‘διάλογο’ με τον εργαζόμενο, με στόχο να του αναδείξει τα δυνατά αλλά και τα αδύνατα σημεία του, προτρέποντάς τον στη βελτίωση τους», τόνισε ο κ. Βορίδης κατά τη συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου για το Δημόσιο.

Ο υπουργός Εσωτερικών, ανέφερε ότι η αξιολόγηση μας ενδιαφέρει προκειμένου να μπορέσουμε να διακρίνουμε τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία της δημόσιας διοίκησης και να τα βελτιώσουμε. Επισήμανε ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε ένα μεγάλο ταμπού για πάρα πολλά χρόνια και υπάρχουν μεγάλες ενστάσεις και αντιδράσεις. Χαρακτηριστικά, ανέφερε πως το πρώτο σύστημα αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης θεσπίστηκε το 1833 και όλα αυτά τα χρόνια στην πραγματικότητα, όσα συστήματα και εάν εφαρμόστηκαν αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά.

Σήμερα, είπε ο κ. Βορίδης, υπάρχει ένα σύστημα αξιολόγησης που έχει ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, το οποίο και εφαρμόζεται αλλά αξιολογικά δεν παράγει αποτελέσματα, καθώς με βάση την κλίμακα βαθμολόγησης που υιοθετεί, τα στοιχεία της αξιολόγησης έχουν κρίνει ότι αθροιστικά, ένα ποσοστό 97,61% των υπαλλήλων κρίνονται ως «πολύ επαρκείς και άριστοι», το 2,23% ως «μερικώς επαρκείς και επαρκείς» και μόνο το 0,16% ως «ανεπαρκείς και ακατάλληλοι».

Αυτό, δε, το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης, κοστίζει περίπου 40 εκατ. ευρώ σε επίπεδο ανθρωποωρών, για να συμπληρωθούν οι φόρμες και να γίνει η αξιολόγηση. Πρόκειται δηλαδή, είπε ο κ. Βορίδης, για ένα σύστημα που και κοστίζει και δεν παράγει αποτέλεσμα, και που η κύρια αιτία είναι ότι ο αξιολογητής δεν θέλει να βαθμολογήσει δυσμενώς ανθρώπους με τους οποίους είναι στην ίδια εργασιακή κοινότητα. Και είναι επιεικής, καθώς αυτού του τύπου η βαθμολόγηση που έχει υιοθετήσει το υφιστάμενο σύστημα, παραπέμπει πως μια τυχόν δυσμενή κριτική μπορεί να έχει τιμωρητικές συνέπειες για τον υπάλληλο. Είναι ένα σύστημα αξιολόγησης, όπως παρατήρησε ο υπουργός, που για τους ίδιους λόγους εγκαταλείπεται πλέον ως αναποτελεσματικό και από τις μεγάλες ιδιωτικές πολυπρόσωπες ιδιωτικές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο.

Βορίδης: Το νέο σύστημα αξιολόγησης δημιουργεί έναν έμμεσο «διάλογο» με τον εργαζόμενο

Το νέο σύστημα που προτείνεται με το παρόν σχέδιο νόμου, είπε ο κ. Βορίδης, αφορά την «αξιολόγηση δεξιοτήτων» και στην πραγματικότητα δημιουργεί έναν έμμεσο «διάλογο» με τον εργαζόμενο, με στόχο να του αναδείξει τα δυνατά και αδύνατα σημεία του και να τον προτρέψει για τη βελτίωση του. Το σύστημα αυτό, υπογράμμισε ο υπουργός, διακατέχεται από μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία σε σχέση με το προηγούμενο: Δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα για τον υπάλληλο, αλλά μονάχα σχέδια δράσης βελτιώσεως, δηλαδή μία προσπάθεια στο να πάρουμε τον κάθε εργαζόμενο και να του υποδειχθούν ποια είναι τα ισχυρά του σημεία και ποια τα αδύνατα που θα πρέπει να τα βελτιώσει. Και αυτό οριζόντια για όλους, καθώς ακόμα και οι «άριστοι των αρίστων» έχουν σημεία που πρέπει να βελτιώσουν.

Για την αξιολόγηση των προϊσταμένων, ο υπουργός είπε ότι υιοθετούμε ένα τριπλό σύστημα, όπου το 50% αφορά την επίδοσή τους σε σχέση με την επίτευξη της στοχοθεσίας που έχει τεθεί για την οργανική τους μονάδα, το 40% τις δεξιότητές τους, όπου εκεί έχουμε βαθμολόγηση καθώς και ένα 10% όπου λαμβάνεται η άποψη των υφισταμένων τους, δηλαδή εισάγεται και η κρίση υφιστάμενου-προϊστάμενου.

Για τη στοχοθεσία, ο υπουργός εξήγησε ότι, έτσι όπως πυραμιδωτά έχει προβλεφθεί να είναι η διάταξή της, μας διασφαλίζει την αποτελεσματικότητά της. Ο θεσμός του Συμβούλου του Ανθρωπίνου Δυναμικού μέσα στα υπουργεία, εξήγησε πως αυτό που θέλουμε, είναι να έχουμε στελέχη που να είναι αφοσιωμένα στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού.

Ο υπουργός, απέρριψε την κριτική της αντιπολίτευσης, ότι η αξιολόγηση μπορεί να φαλκιδεύεται με πολιτικά κίνητρα καθώς υπάρχουν πολλοί προϊστάμενοι που είναι μετακλητοί (άρα πρόσωπα επιλογής της κυβέρνησης) λέγοντας ότι συνολικά σε όλη τη δημόσια διοίκηση, οι προϊστάμενοι- αξιολογητές είναι περίπου 20.000 και μόνο σε ένα υπουργείο – αυτό της Μεταναστευτικής Πολιτικής – και στον ΕΦΚΑ για ειδικούς λόγους που έχουν εξηγηθεί, υπάρχουν περίπου 30 μετακλητοί προϊστάμενοι τμημάτων. Συνεπώς, είπε, ο ισχυρισμός αυτός δεν ισχύει.

Για τις διατάξεις του νομοσχεδίου που αφορούν τους μετακλητούς υπαλλήλους, ο υπουργός ανέφερε ότι εντάσσονται και στη διαφάνεια και στις παρατηρήσεις που έχουν γίνει από την GRECO.

Οι τοποθετήσεις των κομμάτων επί του νομοσχεδίου

Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος, ανέφερε πως κανείς δεν διαφωνεί με την αξιολόγηση, την καλύτερη λειτουργικότητα και αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, αλλά η προσέγγισή αυτή δεν μπορεί να γίνεται «με όρους πολυεθνικής» και με την «πιστή αντιγραφή επιχειρηματικών πρακτικών» όπως γίνεται σε αυτό το σχέδιο νόμου, καθώς δεν «ακουμπούν στην πραγματικότητα των δημοσίων υπηρεσιών με τις ιδιαιτερότητες που έχει κάθε μία από αυτές».

Επισήμανε ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψιν, ούτε καν οι ανομοιογένειες που υπάρχουν ανάμεσα στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν μπορεί να έχουμε αξιολόγηση της απόδοσης των υπαλλήλων και να μην αξιολογείται η συνολική λειτουργία της δομής που συσχετίζεται με την αξιολόγηση των υπαλλήλων. Είναι άτοπο να στεγανοποιείται η επιτυχία ή η αποτυχία των στόχων, και η αντίστοιχη ευθύνη στην ατομική απόδοση των υπαλλήλων, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ολόκληρα τμήματα προσπαθούν να λειτουργήσουν με το μισό ή και λιγότερο προσωπικό από αυτό που προβλέπει το οργανόγραμμα τους.

Δεν μπορεί να αξιολογούνται οι υπάλληλοι για στόχους που ρεαλιστικά δεν μπορούν να πιάσουν, συνέχισε ο κ. Μεϊκόπουλος. Δεν είναι δυνατόν να αξιολογείται, τόσο η ατομική απόδοση προϊσταμένων, όσο και η επίδοση τμημάτων, χωρίς να εξετάζονται οι οργανωτικές προϋποθέσεις για την επίτευξη της στοχοθεσίας. Βάζετε, είπε ο βουλευτής, τη λογική των bonus στο Δημόσιο και μάλιστα σε μια πολύ μικρή μερίδα υπαλλήλων που απασχολούνται μόνο σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, δημιουργώντας υπαλλήλους πολλαπλών μισθολογικών ταχυτήτων, καταστρατηγώντας στην ουσία το ενιαίο μισθολόγιο.

Δημιουργείτε προνομιούχους και μη προνομιούχους υπαλλήλους και επί της ουσίας διχάζετε τον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο. Οι υπηρετούντες προϊστάμενοι έχουν κατά κύριο λόγο αναλάβει τα καθήκοντά τους με απλή ανάθεση, αφού η διαδικασία επιλογής-κρίσης προϊσταμένων λιμνάζει εδώ και πολύ καιρό στα υπηρεσιακά συμβούλια. Επομένως, με το νομοσχέδιο εισάγεται ένα σύστημα ανταμοιβής κινήτρου, αλλά στην πράξη η επιλογή και η αξιολόγηση των υπαλλήλων που θα λάβουν τη χρηματική ανταμοιβή, θα γίνεται από προϊστάμενους που ουδέποτε αξιολογήθηκαν για να λάβουν τη θέση που κατέχουν και, που σε πολλές περιπτώσεις, τα κριτήρια βάσει των οποίων έλαβαν τη θέση είναι και ασαφή, ή ακόμα και αμφιλεγόμενα.

Οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι καταγγέλλουν απευθείας τοποθετήσεις προϊσταμένων με καθαρά κομματικά κριτήρια και τοποθετήσεις μετακλητών υπαλλήλων σε θέσεις προϊσταμένων. Παρέχετε, τη δυνατότητα σε ένα κακόβουλο προϊστάμενο να αυθαιρετεί σε βάρος των υπαλλήλων. Στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε ακροβασίες και αυτοσχεδιασμούς, και στη χειρότερη φαινόμενα αδιαφάνειας που θα λειτουργήσουν διαλυτικά στη συνοχή της ίδιας της υπηρεσίας. Στο επίπεδο δεξιοτήτων υπαλλήλων και προϊσταμένων, θέλετε ο αξιολογητής να πρέπει υποχρεωτικά να βρει τρεις δεξιότητες προς ανάπτυξη, δηλαδή τρεις αρνητικές δεξιότητες άνευ προϋποθέσεων, ενώ την ίδια στιγμή δεν θα μπορεί να αξιολογήσει ως «δυνατές» πάνω από τρεις δεξιότητες, προσδίδοντας έτσι εκ προοιμίου μια αρνητική χροιά στην έννοια της αξιολόγησης.

Ο κ. Μεϊκόπουλος, καταλήγοντας, καταλόγισε στην κυβέρνηση πρόθεση διαμόρφωσης μιας τάξης προϊσταμένων και εκλεκτών υπαλλήλων, που με περιοδικά bonus, θα υπογράφουν ένα σχέδιο ανάπτυξης, θα πιστοποιούν πως εγκρίνουν τη στοχοθεσία για το έτος αναφοράς και θα πίνουν στην υγειά σας και στην υγεία της Νέας Δημοκρατίας.

Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Χάρης Καστανίδης, δήλωσε πως το κόμμα του αντιτίθεται απολύτως στο νομοσχέδιο, παρότι είναι απολύτως πεπεισμένο πως η αξιολόγηση πρέπει να είναι καθολική, σε όλη την έκταση του δημόσιου τομέα, και αυστηρή – διότι μόνον έτσι μπορεί να βελτιωθεί η διοικητική επίδοση.

Ο κ. Καστανίδης υποστήριξε πως η μόνη πιθανότητα να έχουμε σοβαρή αξιολόγηση, για τη λεγόμενη εξωτερική αξιολόγηση, είναι εάν δημιουργηθεί ένα Εθνικό Σώμα Αξιολογητών, όπου τα στελέχη του δεν θα είναι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν θα ανήκουν στη διοικητική ιεραρχία, θα έχουν πολύ υψηλά προσόντα – και το Σώμα αυτό θα διαμορφώνονται μέσα από ένα είδος κυλιόμενου μητρώου ανά χρονικά διαστήματα, έτσι ώστε να μην μπορεί να παρεμβαίνει ο εκάστοτε υπουργός στη σύνθεσή του. Αντίθετα, για τον εσωτερικό έλεγχο, αυτός είναι αρμοδιότητα της διοίκησης και μόνο, και δεν χρειάζεται καμία εμπλοκή τρίτου.

Για τη σύνδεση της αξιολόγησης με οικονομικές ανταμοιβές και επιβραβεύσεις, ανέφερε ότι είναι μια σωστή αρχή, αλλά αυτό, όμως, και πάλι προϋποθέτει σωστή αξιολόγηση. Ο κ. Καστανίδης κατέληξε λέγοντας πως «επί της αρχής έχουμε πολλές διαφωνίες και γι’ αυτό η στάση μας είναι αρνητική».

Την απόσυρση του νομοσχεδίου ζήτησε ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιώργος Λαμπρούλης, καθώς όπως τόνισε, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των αντιδραστικών και αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων που προωθούνται στο Δημόσιο -εδώ και αρκετά χρόνια εναλλάξ από όλες τις κυβερνήσεις- προκειμένου το Δημόσιο να προσαρμοστεί καλύτερα στις σημερινές ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή του κεφαλαίου, για αποτελεσματικότερη, αποδοτικότερη στήριξη των επενδύσεων και της κερδοφορίας του. Το σχέδιο νόμου αυτό, είπε ο βουλευτής, συνδέεται με το μισθολόγιο, το νέο μηχανισμό κινητικότητας, το νέο τρόπο επιλογής των στελεχών διοίκησης, το Πειθαρχικό Δίκαιο, τις ιδιωτικοποιήσεις τομέων και υπηρεσιών του Δημοσίου κ.ά. Δηλαδή, όλα όσα προβλέπονται στη λεγόμενη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και τις αξιώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο κ. Λαμπρούλης υποστήριξε ότι η άμεση σύνδεση της αξιολόγησης με τη μισθολογική εξέλιξη και το βαθμό επίτευξης στόχων των υπαλλήλων, θα οδηγήσει στη συρρίκνωση μισθών και συντάξεων, στην εξέλιξη των αρεστών υπαλλήλων, όσων δηλαδή υποτάσσονται στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και στην ουσία στρώνεται το έδαφος για την εντατικοποίηση της εργασίας.

Θέλετε, είπε ο βουλευτής, παράλληλα και συγχρόνως, εργαζόμενους σιωπηλούς και φοβισμένους, να μη σηκώνουν κεφάλι, να μην διεκδικούν. Επιδιώκετε να ανάγετε σε αρετή την οσφυοκαμψία και το σύνθημα «κοίτα τη δουλειά σου και μην κοιτάς πουθενά αλλού». Επιδιώκετε να διαμορφώσετε υπαλλήλους που θα είναι, όχι μόνο ταυτισμένοι με το σύστημα, έστω και αν δεν έχουν μια σταθερή κομματική ταυτότητα, αλλά θέλετε ανθρώπους εργαζόμενους, που να δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο στην προώθηση της στρατηγικής του κεφαλαίου και όχι να κάνουν αγγαρεία, όπως τους καταλογίζετε, ή τους καταλόγιζαν και οι προηγούμενοι.

Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Κωνσταντίνος Χήτας, παρατήρησε πως η κυβέρνηση φέρνει ένα ακόμα νομοσχέδιο για τη δημόσια διοίκηση, αλλά το κρίσιμο είναι στο κατά πόσο οι νόμοι που ψηφίζονται εντός Βουλής εφαρμόζονται εκτός Βουλής. Γιατί είναι πολύ ωραία να αναλύουμε θεωρητικά τις νέες τεχνολογίες, νέα εργαλεία, νέες μεθόδους και πρακτικές, αλλά το Δημόσιο την ίδια ώρα αυτή που εμείς νομοθετούμε, συνεχίζει να έχει πάρα πολλές αγκυλώσεις, να έχει πάρα πολλές καθυστερήσεις και γραφειοκρατίες. Γιατί, αυτά που νομοθετούμε μένουν στα χαρτιά. Τα νομοσχέδια που ψηφίζουμε παραπέμπουν σε εκδόσεις υπουργικών αποφάσεων, Προεδρικών Διαταγμάτων που είναι άγνωστο πότε και αν θα εκδοθούν ποτέ.

Σε αυτό το σχέδιο νόμου, συνέχισε ο αγορητής της Ελληνικής Λύσης, μιλάτε για στόχους, αξιολόγηση, ανταμοιβές σε δημοσίους υπαλλήλους που πετυχαίνουν στόχους. Οι στόχοι στη δημόσια διοίκηση, δεν μπορεί να είναι μόνο ποσοτικοί, θα πρέπει να είναι και ποιοτικοί. Πώς μπορεί να υπάρξουν εάν δεν υπάρχουν τα οργανογράμματα, δεν υπάρχουν τα περιγράμματα θέσης, οι ρητές αρμοδιότητες; Φοβάμαι, είπε ο βουλευτής, πως θα δημιουργηθούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθείτε να λύσετε. Ακόμη και ο τρόπος αξιολόγησης με αναγκαστικό αριθμό μετρήσιμων δεξιοτήτων, μπορεί να οδηγήσει σε υπαλλήλους – όχι δύο ταχυτήτων, αλλά πολλών ταχυτήτων, κάτι που θα είναι μοιραίο και θα συμπαρασύρει και τις υπηρεσίες.

Η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ 25, Φωτεινή Μπακαδήμα, εκτίμησε πως σε αντίθεση με όσα αναφέρει το σχέδιο νόμου ως στόχους, η πραγματικότητα που θα έρθει μετά την ψήφισή του θα είναι πολύ διαφορετική, καθώς στην ουσία η κυβέρνηση, με το νέο σύστημα αξιολόγησης κατά την προσφιλή της τακτική, προχωρά στη μετακύλιση του βάρους στους προϊσταμένους των υπηρεσιών του Δημοσίου, αποφεύγοντας όμως, να μπει στην ουσία της αξιολόγησης των δομών.

Η στόχευση της Νέας Δημοκρατίας είναι ξεκάθαρη: Η αξιολόγηση να γίνεται στα πλαίσια πολυεθνικής εταιρείας – συνέχισε η κ. Μπακαδήμα. Δημιουργείται ένα εταιρικό δεδομένο στο δημόσιο τομέα, που παραπέμπει σε δομή και λειτουργία μια εταιρείας, με τους υπαλλήλους να εργάζονται με το βλέμμα τους στο μπόνους και την επίτευξη στόχων, οι οποίοι θα έρθουν να αυξήσουν τα κέρδη των μετόχων. Μια φιλοσοφία, πιστή μεν στην αντίληψη της Νέας Δημοκρατίας, αλλά σε ευθεία αντίθεση με την ίδια τη φιλοσοφία του δημόσιου φορέα.

Πρόκειται, για ένα σχέδιο νόμου, που κάνει ένα βήμα ακόμη προς την ιδιωτικοποίηση του κράτους, εισάγοντας αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις για την αξιολόγηση, κίνητρα μισθολογικής ανισότητας, και που έρχεται να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τον ιδιωτικό εσωτερικό έλεγχο. Διακατέχεται από μια λογική περί λειτουργίας του Δημοσίου, που στην πραγματικότητα υποκρύπτει τη βούληση για την κομματικοποίηση του κράτους και τη δημιουργία πελατειακών σχέσεων, μεταξύ υπαλλήλων και προϊσταμένων. Κάνει ακόμη πιο ευάλωτους τους ευσυνείδητους υπαλλήλους, στην αυθαιρεσία της πολιτικής ηγεσίας και στην καταπάτηση της νομιμότητας.

Χαρακόπουλος: Είμαστε υποχρεωμένοι να εκσυγχρονίζουμε διαρκώς τον τρόπο λειτουργίας του Δημοσίου

Αντίθετα, ο εισηγητής της ΝΔ, Παναγής Καππάτος, ζήτησε την υπερψήφιση του νομοσχεδίου, καθώς -όπως είπε- για πρώτη φορά συνδέεται η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας με συγκεκριμένα εργαλεία όπως η στοχοθεσία, η αξιολόγηση και το σύστημα αμοιβών στη δημόσια διοίκηση.

Κατά τον κ. Καππάτο και όπως μεταφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το νομοσχέδιο μετατοπίζει το κέντρο βάρος από τη βαθμολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού στην αξιολόγηση των δεξιοτήτων του. Τόνισε πως η παροχή κινήτρων, αλλά και στόχων στους δημοσίους υπαλλήλους, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης. Χαρακτήρισε τέλος, «πολύ θετική» την εισαγωγή του θεσμού του Συμβουλίου Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού στη δημόσια διοίκηση.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Μάξιμος Χαρακόπουλος, κατά την έναρξη της συνεδρίασης, υπογράμμισε -μεταξύ άλλων- πως «αναμφίβολα, ο δημόσιος τομέας έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές αλλαγές. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι πλέον σε μεγάλη πλειοψηφία υπηρετούν άνθρωποι που έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση και εξοικείωση με τα ηλεκτρονικά μέσα εργασίας και επικοινωνίας, που σήμερα αποτελούν τον κεντρικό άξονα της σωστής λειτουργίας του δημοσίου τομέα. Αυτά όμως, δεν σημαίνουν ότι αυτομάτως λύθηκαν και όλα τα προβλήματα που ο δημόσιος τομέας κληρονόμησε από τις προηγούμενες δεκαετίες και δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας […] Είμαστε υποχρεωμένοι να εκσυγχρονίζουμε διαρκώς τον τρόπο λειτουργίας του Δημοσίου και κυρίως να αναδεικνύουμε το ανθρώπινο δυναμικό του».

Η Επιτροπή αποφάσισε, η συνεδρίαση της ακρόασης των φορέων να πραγματοποιηθεί το πρωί της ερχόμενης Δευτέρας και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας να διεξαχθεί η κατ’ άρθρο συζήτησή του. Το πρωί της επόμενης ημέρας, Τρίτης, 7 Ιουνίου, ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί η δεύτερη ανάγνωση του σχεδίου νόμου στην Επιτροπή. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της Διάσκεψης των Προέδρων, το νομοσχέδιο θα εισαχθεί στην ολομέλεια για συζήτηση και ψήφισή του την ερχόμενη Τετάρτη (8/6) και Πέμπτη (9/6).