«Για το ΝΑΤΟ, η Τουρκία είναι ένας σύμμαχος που δημιουργεί προβλήματα» («For NATO, Turkey Is a Disruptive Ally»): Ο τίτλος του άρθρου, που δημοσιεύθηκε σήμερα στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, δεν συνοδεύεται από ερωτηματικά ή αμφιβολίες. Δεν αποτελεί άποψη, που εκφράζεται στο πλαίσιο κάποιου άρθρου γνώμης, αλλά διαπίστωση.
Όταν ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απείλησε αυτόν τον μήνα ότι θα μπλοκάρει την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, δυτικοί αξιωματούχοι εξοργίστηκαν μεν αλλά δεν σοκαρίστηκαν ούτε εξεπλάγησαν, όπως σημειώνουν οι συντάκτες των New York Times στο άρθρο τους.
Μέσα σε μια Συμμαχία όπως είναι η νατοϊκή που λειτουργεί με όρους συναίνεσης, ο Τούρκος ηγέτης αντιμετωπίζεται περίπου ως μικροκακοποιός (stickup artist). Το 2009, είχε μπλοκάρει τον διορισμό ενός νέου αρχηγού του ΝΑΤΟ από τη Δανία (σ.σ. Άντερς Φογκ Ράσμουσεν), με το αιτιολογικό ότι η Δανία ήταν υπέρ το δέον ανεκτική απέναντι στις γελοιογραφίες του προφήτη Μωάμεθ και υπερβολικά συμπονετική συνάμα απέναντι στους «Κούρδους τρομοκράτες» που δρουν εντός της Τουρκίας. Είχαν χρειαστεί τότε κολακείες από την πλευρά των δυτικών ηγετών αλλά και μια υπόσχεση από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ότι το ΝΑΤΟ θα διόριζε έναν Τούρκο σε ηγετική θέση, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο Ερντογάν.
Μετά το 2010, στον απόηχο της ρήξης στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ (σ.σ. Μαβί Μαρμαρά), ο Ερντογάν θα εμπόδιζε τη Συμμαχία από το να συνεργάζεται με το εβραϊκό κράτος για έξι χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ερντογάν θα έθετε εμπόδια καθυστερώντας για μήνες την υλοποίηση ενός σχεδίου του ΝΑΤΟ για την καλύτερη οχύρωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης εναντίον της Ρωσίας, απαιτώντας τότε από τη Συμμαχία να αποκηρύξει ως τρομοκράτες τους Κούρδους που μάχονταν στη Συρία.
Και το 2020, ο Ερντογάν θα έστελνε ένα ερευνητικό πλοίο, συνοδευόμενο από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη, κοντά στα ελληνικά χωρικά ύδατα, κάνοντας τη Γαλλία να στείλει και εκείνη πλοία προς υποστήριξη της επίσης νατοϊκής Ελλάδας.
Τώρα, εν έτει 2022 πια, ο Τούρκος ηγέτης έχει επιστρέψει σε ρόλο παράγοντα που θέτει εμπόδια (obstructionist), επικαλούμενος για ακόμη μια φορά τη δράση των Κούρδων απέναντι στους οποίους η Φινλανδία και η Σουηδία δείχνουν – υπερβολική σύμφωνα με τον Τούρκο πρόεδρο – συμπάθεια.
Η στάση του Ερντογάν έρχεται να μας υπενθυμίσει ένα μακροχρόνιο πρόβλημα για το ΝΑΤΟ, το οποίο αυτήν τη στιγμή έχει 30 μέλη. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μπορεί να έδωσε στη Συμμαχία μια νέα αίσθηση καθήκοντος αναζωογονώντας τη νατοϊκή αποστολή, αλλά το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να πρέπει να αντιμετωπίσει έναν αυταρχικό ηγέτη που είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει την επιρροή του και τα διαπραγματευτικά του χαρτιά (βλ. βέτο) για να κερδίσει πολιτικούς πόντους στο εσωτερικό, εμποδίζοντας τη συναίνεση – τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, όπως σημειώνουν στο άρθρο τους οι συντάκτες των New York Times.
Η κατάσταση αυτή, ωστόσο, λειτουργεί προς όφελος του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν με τον οποίο ο Ερντογάν έχει αναπτύξει περισσότερο φιλικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Για τον Ρώσο ηγέτη, μια ενδεχόμενη απόρριψη της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ θα αποτελούσε σημαντική νίκη, όπως σημειώνουν οι New York Times.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της αμερικανικής εφημερίδας, τα πράγματα θα ήταν πιο απλά εάν η Τουρκία δεν ήταν τόσο σημαντική – γεωγραφικά – για το ΝΑΤΟ. Η Τουρκία δίνει στη Συμμαχία μια κρίσιμη στρατηγική θέση στο σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, που αγγίζει τόσο τη Μέση Ανατολή όσο και τη Μαύρη Θάλασσα, όπως σημειώνεται. Η Τουρκία φιλοξενεί μια σημαντική αεροπορική βάση των ΗΠΑ όπου αποθηκεύονται αμερικανικά πυρηνικά όπλα (σ.σ. Ιντσιρλίκ), και ο Ερντογάν έχει μπλοκάρει τα ρωσικά πολεμικά πλοία που κατευθύνονται προς την Ουκρανία (σ.σ. Συνθήκη Μοντρέ).
Αλλά υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ένα ολοένα μεγαλύτερο πρόβλημα που χρήζει διαχείρισης. Ως πρωθυπουργός και στη συνέχεια ως πρόεδρος, ο Ερντογάν έχει απομακρύνει τη χώρα του από την Ευρώπη, ασκώντας παράλληλα μια αυταρχική και λαϊκιστική ισλαμιστική πολιτική, ειδικά μετά από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.
Η Τουρκία του Ερντογάν αγόρασε ένα προηγμένο πυραυλικό σύστημα από τη Ρωσία (σ.σ. S-400) και το 2019 πραγματοποίησε στρατιωτική εισβολή για να πολεμήσει τους Κούρδους στη βόρεια Συρία οι οποίοι βοηθούσαν όμως στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
«Στα τέσσερα χρόνια μου εκεί, πολύ συχνά ήταν 27 εναντίον ενός» (σ.σ. όλοι εναντίον της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ), δηλώνει ο Ivo H. Daalder, άλλοτε πρεσβευτής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ επί προεδρίας Ομπάμα, την περίοδο δηλαδή που η Συμμαχία είχε 28 μέλη.
Οι αντιρρήσεις του Ερντογάν για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας επαναφέρουν τώρα τα ερωτήματα για το εάν το ΝΑΤΟ θα ήταν καλύτερα χωρίς την Τουρκία.
«Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν δεν πρέπει και δεν μπορεί να θεωρείται σύμμαχος», είχε δηλώσει ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ, ο κορυφαίος Δημοκρατικός στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, έπειτα από την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία το 2019.
Όμως το ΝΑΤΟ είναι μια στρατιωτική συμμαχία και η Τουρκία, που έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό εντός της, μια προηγμένη αμυντική βιομηχανία με κρίσιμη γεωγραφική θέση που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Δυτικοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι η Τουρκία θα προκαλούσε περισσότερα προβλήματα εκτός ΝΑΤΟ, και ότι σε μια τέτοια περίπτωση εκείνη θα μπορούσε να έρθει πιο κοντά στη Ρωσία.
Για άλλη μια φορά, το ερώτημα είναι τι θα χρειαστεί προκειμένου να κατευναστεί ο Ερντογάν για να δώσει το πράσινο φως για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας.
Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι ο Ερντογάν δεν θα μπλοκάρει τελικώς την ένταξη των εν λόγω δύο χωρών, και ότι εκείνος δρα κατά αυτόν τον τρόπο σε μια προσπάθεια να τονίσει τις ανησυχίες της Τουρκίας εξασφαλίζοντας εγχώρια πολιτικά κέρδη πριν από τις επόμενες τουρκικές εκλογές που είναι κανονικά προγραμματισμένες για το 2023.
Άλλοι εκτιμούν ότι ο Τούρκος ηγέτης διεκδικεί κατά αυτόν τον τρόπο ανταλλάγματα από την Ουάσιγκτον. Αφού αποκλείστηκε από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 έπειτα από την αγορά των ρωσικών S-400, η Τουρκία τώρα κάνει λόμπινγκ στην Ουάσιγκτον με στόχο την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 και την αγορά νέων, συναντώντας όμως εμπόδια από Γερουσιαστές όπως είναι ο Μπομπ Μενέντεζ.
Ο Ερντογάν μπορεί, κατά τον ίδιο τρόπο, να επιχειρεί να κερδίσει και την προσοχή του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν ο οποίος όμως εξακολουθεί να κρατά αποστάσεις, όπως σημειώνουν στο άρθρο τους οι συντάκτες των New York Times.
Τι θα πρέπει να αναμένουμε από εδώ και πέρα; Επικαλούμενοι τις σχετικές εκτιμήσεις αναλυτών, οι New York Times «βλέπουν» ενδεχόμενους συμβιβασμούς πριν και/ή κατά τη διάρκεια της επερχόμενης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ που αναμένεται να διεξαχθεί στα τέλη Ιουνίου στη Μαδρίτη.