Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος χοροστάτησε, χθες, κατά την Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό. Με τον Πατριάρχη συγχοροστάτησαν οι Μητροπολίτες Φιλαδελφείας Μελίτων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως Ειρηναίος, Μύρων Χρυσόστομος, Ικονίου Θεόληπτος και Προύσης Ιωακείμ.
Ο Παναγιώτατος ανέγνωσε την Α’ Στάση των Χαιρετισμών και τις επόμενες τρεις ανέγνωσαν διαδοχικά οι Μητροπολίτες Φιλαδελφείας, Μυριοφύτου και Περιστάσεως και Μύρων.
Ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, Αρχιγραμματέας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, ανέγνωσε την Εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη για τον επικείμενο καθαγιασμό του Αγίου Μύρου.
Ακολουθεί η εγκύκλιος του Παναγιωτάτου για το Άγιο Μύρο:
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Πανίερος θεσμός της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας τυγχάνει ο καθαγιασμός του Αγίου Μύρου, τελούμενος ανά δεκαετίαν περίπου και κατά την Αγίαν και Μεγάλην Εβδομάδα εν τω πανσέπτω καθ’ ημάς Κέντρω. Ως εμφαίνεται εκ της εκκλησιαστικής παραδόσεως, η λειτουργική χρήσις του Αγίου Μύρου αντικατέστησε παλαιόθεν την διά της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων μετάδοσιν των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος εις τους νεοφωτίστους χριστιανούς.
Το Πνεύμα το ‘Αγιον, το οδηγούν τον χριστώνυμον λαόν εις πάσαν την Αλήθειαν, καθοπλίζει τον άρτι αναγεννηθέντα εν τη καλυμβήθρα του Βαπτίσματος προς αύξησιν και τελείωσιν της αρξαμένης εν αυτώ νέας ζωής, επισφραγίζον την συσσωμάτωσιν αυτού εις το Κυριακόν Σώμα. Μετά το εις Χριστόν Βάπτισμα, την τριήμερον Ταφήν και Ανάστασιν, ιδού η της Πεντηκοστής, διά του Αγίου Μύρου, ανατέλλει ώρα, ότε το εκ πολλών υλικών εύοσμον έλαιον, ως το εν πυρίναις γλώσσαις Πνεύμα, επέρχεται και χαριτώνει τον νεόφυτον πιστόν, φανερούν αυτώ ακαινοτόμητον την περί της Αγίας Τριάδος Αλήθειαν, την βιουμένην και φυλασσομένην εν τη Αγία Εκκλησία, εν τοις δόγμασι της πίστεως, εν τη Θεία Λατρεία και εν τη καλή μαρτυρία εν τω κόσμω, πάντοτε εν αναφορά προς τον αιώνιον προορισμόν του ανθρώπου και την πλήρωσιν της Θείας Οικονομίας εν τη επουρανίω Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αι έννοιαι χρίσμα και χάρισμα, αι οποίαι, από της εποχής της Παλαιάς Διαθήκης, συνοδεύουν τον άνθρωπον, τον ζώντα και αναστρεφόμενον επ’ ελπίδι του ελέους του Κυρίου, του μη φέροντος θεάσθαι τυραννούμενον υπό του μισοκάλου διαβόλου το ηγαπημένον αυτού δημιούργημα, αποτελούν και σήμερον την ειδοποιόν διαφοράν εκ των κοσμικών χαρισμάτων και φυσικών και ψυχικών ικανοτήτων. Παν το αγαθόν πηγάζει εκ του Θεού, διά τούτο και πάντες ανεξαιρέτως οι άνθρωποι φέρουν την πνοήν του Δημιουργού εν αυτοίς. Όμως, αι εν Χριστώ αρεταί, η αγιότης, οι καρποί του Αγίου Πνεύματος, μόνον εν τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δύνανται να βιωθούν ως εχέγγυον της εν Χριστώ ζωής, ήτις «φύεται μεν εν τώδε τω βίω και τας αρχάς εντεύθεν λαμβάνει, τελειούται δε επί του μέλλοντος, επειδάν εις εκείνην αφικώμεθα την ημέραν» (Νικόλαος Καβάσιλας).
Εν τη Εκκλησία, τω χώρω και τω τρόπω χριστοδωρήτου εν ελευθερία ζωής, αναδεικνύονται η ποικιλία των χορηγουμένων και «διαιρουμένων» υπό του Παναγίου Πνεύματος χαρισμάτων, αλλά και η ενωτική δύναμις και ενέργεια του Παρακλήτου, του Πνεύματος «συμφωνίας» και «κοινωνίας», του «όλον συγκροτούντος τον θεσμόν της Εκκλησίας». Εν το Κυριακόν Σώμα, πολυειδή τα πνευματέμφορα δωρήματα, αγιοπνευματική η αρτιότης της ετερότητος και της ενότητος, το όλον κεκοσμημένον διά της Θείας χάριτος, τα πάντα λειτουργούντα προς δόξαν του Θεού των αιωνίων και των θαυμασίων.
Έκφανσιν αυτού του ήθους της εκκλησιαστικής συνελευθερίας αποτελεί και η καθιέρωσις της εψήσεως και της καθαγιάσεως του Αγίου Μύρου υπό της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Το γεγονός ότι αι άλλαι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι προσφέρουν απαραίτητα συστατικά και ευώδεις ουσίας, συμβάλλουσαι εις την παρασκευήν του Αγίου Μύρου, καθώς και η χρήσις αυτού όχι μόνον εις το μυστήριον του Χρίσματος, αλλά και εις την αποδοχήν προσερχομένων εις την Ορθοδοξίαν ετεροδόξων ή πεπτωκότων, εις τα εγκαίνια ναών, εις την καθοσίωσιν ιερών θυσιαστηρίων και αλλαχού, είναι σύμβολον και απόδειξις της ορατής πανορθοδόξου ενότητος, απτή έκφρασις υγιούς εκκλησιολογίας και σεβασμού προς μίαν μακροχρόνιον και ευλογημένην εκκλησιαστικήν πρακτικήν.
Χωρούντες, έμπλεοι συγκινήσεως και χαράς, προς τον καθαγιασμόν του Αγίου Μύρου, επιθυμούμεν, προσφιλέστατα τέκνα, να καταστήσωμεν υμάς, το φιλόχριστον ποίμνιον της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, κοινωνούς της ευφροσύνης και της κατανύξεως, προτρεπόμενοι πάντας υμάς διά προσευχητικήν παρουσίαν εν τω πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ, και υπομιμνήσκοντες ότι η του Θείου Ελαίου καθαγίασις αποτελεί μεγίστην ευλογίαν διά τε τους τελούντας αυτήν και διά τους συμμετέχοντας εις την πνευματικήν και μυρίπνοον ταύτην πανήγυριν.
Η δε αείρυτος χάρις του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, η ευδοκία και η αγάπη του παντοδυνάμου Θεού και Πατρός, ο φωτισμός και η κοινωνία του Παναγίου Πνεύματος της Αληθείας, είησαν μετά πάντων υμών, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
,βκβ’ Φεβρουαρίου κς’