Με δήλωσή του για την απόφαση του ΣτΕ, ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ Δημήτρης Παπαστεργίου εκφράζει σαφώς την διαφωνία του με το σκεπτικό της, υπερασπιζόμενος στην ουσία του τον «νόμο Θεοδωρικάκου» και την συμβολή του, όπως αναφέρει, στην ομαλή λειτουργία των Δήμων, σε αντίθεση με τις επιπτώσεις της απλής αναλογικής. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι με την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου, «μπόρεσαν να διοικηθούν οι Δήμοι, χωρίς να αλλοιωθεί η δυνατότητα του δημοκρατικού ελέγχου εντός των Δημοτικών Συμβουλίων».
Η δήλωσή του έχει ως εξής:
«H Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος, μέσω αποφάσεων των Συνεδρίων, αλλά και των συλλογικών της οργάνων, είχε εξαρχής εκφράσει την αντίθεσή της με τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής, που θεσμοθετήθηκε και ψηφίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση και εφαρμόστηκε στη συνέχεια, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019.
Οι φόβοι μας ότι με την εφαρμογή αυτού του συστήματος δεν θα υπήρχε στη συνέχεια η δυνατότητα της κυβερνησιμότητας των Δήμων, αφού οι νικητές των εκλογών που είχαν λάβει την πρώτη Κυριακή ποσοστό μικρότερο του 50%, δεν θα μπορούσαν να διοικήσουν παρά την εκλογική τους επικράτηση τη δεύτερη Κυριακή, δυστυχώς στη συντριπτική πλειοψηφία των Δήμων επιβεβαιώθηκε.
Για να ξεπεραστούν τα προβλήματα και να μπορέσουν να διοικηθούν αποτελεσματικά οι Δήμοι προς όφελος των πολιτών, ήταν αναγκαίο να ληφθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες αφενός δεν θα αλλοίωναν τη εκφρασμένη βούληση των πολιτών όσον αφορά τη σύνθεση των δημοτικών συμβουλίων. Αφετέρου θα έδιναν τη δυνατότητα στην παράταξη και το Δήμαρχο που εκλέχτηκαν δημοκρατικά από το λαό, να μπορέσουν να ασκήσουν διοίκηση.
Η ψήφιση του ν. 4623/2019 ήταν αποτέλεσμα της στενής συνεργασίας της τότε πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών, με τα συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης, την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ.
Με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου νόμου, καταφέραμε το διάστημα που ακολούθησε από την ψήφισή του μέχρι σήμερα, να διοικηθούν οι Δήμοι, χωρίς να αλλοιωθεί η δυνατότητα του δημοκρατικού ελέγχου εντός των δημοτικών Συμβουλίων.
Οι επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, μετά από αίτημα της ΚΕΔΕ αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των αιρετών διοικήσεων των Δήμων, θα διεξαχθούν με ένα άλλο εκλογικό σύστημα, που διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ.
Με βάση τα παραπάνω, σεβόμαστε απόλυτα την καταρχήν απόφαση που εξέδωσε κατά πλειοψηφία το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ, που αφορά τη συνταγματικότητα της μεταφοράς αρμοδιοτήτων από τα δημοτικά συμβούλια στις Οικονομικές και τις Επιτροπές Ποιότητας Ζωής των Δήμων.
Αναμένουμε όμως την οριστική κρίση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα από την Ολομέλεια του ΣτΕ, πιστεύοντας πως αυτό που πρέπει να διασφαλιστεί με την απόφασή του είναι να μην ταλαιπωρούνται οι πολίτες και να προστατευτεί το Συνταγματικό Δικαίωμα των αιρετών Διοικήσεων των Δήμων, να μπορούν να ασκούν Διοίκηση.
Τέλος, εκφράζουμε την πεποίθησή μας πως δεν πρέπει η απόφαση ενός τμήματος του ΣτΕ να «θολώσει» το μήνυμα πως είναι αναγκαίο να προχωρήσουν με ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς και αποφασιστικότητα, οι μεταρρυθμίσεις στο μοντέλο λειτουργίας του κράτους και της αυτοδιοίκησης.
Τώρα αποτελεί περισσότερο από ποτέ επιτακτικότερη ανάγκη να γίνουν πράξη οι θεσμικές παρεμβάσεις που ως Αυτοδιοίκηση Α’ Βαθμού έχουμε προτείνει, οι οποίες θα επανακαθορίσουν τα όρια ευθυνών και αρμοδιοτήτων μεταξύ των βαθμών διοίκησης του κράτους, θα προωθήσουν την αποκέντρωση και θα διασφαλίσουν την οικονομική αυτοτέλεια κι ανεξαρτησία των Δήμων ώστε να μπορούν να ασκούν τις αρμοδιότητες τους.
Αυτός είναι ο μόνος σίγουρος κι ασφαλής δρόμος, για να είμαστε περισσότερο αποτελεσματικοί και χρήσιμοι στους πολίτες των τοπικών μας κοινωνιών και τη χώρα».
εκφράζει σαφώς την διαφωνία του με το σκεπτικό της, υπερασπιζόμενος στην ουσία του τον «νόμο Θεοδωρικάκου» και την συμβολή του, όπως αναφέρει, στην ομαλή λειτουργία των Δήμων, σε αντίθεση με τις επιπτώσεις της απλής αναλογικής. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι με την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου, «μπόρεσαν να διοικηθούν οι Δήμοι, χωρίς να αλλοιωθεί η δυνατότητα του δημοκρατικού ελέγχου εντός των Δημοτικών Συμβουλίων».
Η δήλωσή του έχει ως εξής:
«H Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος, μέσω αποφάσεων των Συνεδρίων, αλλά και των συλλογικών της οργάνων, είχε εξαρχής εκφράσει την αντίθεσή της με τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής, που θεσμοθετήθηκε και ψηφίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση και εφαρμόστηκε στη συνέχεια, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019.
Οι φόβοι μας ότι με την εφαρμογή αυτού του συστήματος δεν θα υπήρχε στη συνέχεια η δυνατότητα της κυβερνησιμότητας των Δήμων, αφού οι νικητές των εκλογών που είχαν λάβει την πρώτη Κυριακή ποσοστό μικρότερο του 50%, δεν θα μπορούσαν να διοικήσουν παρά την εκλογική τους επικράτηση τη δεύτερη Κυριακή, δυστυχώς στη συντριπτική πλειοψηφία των Δήμων επιβεβαιώθηκε.
Για να ξεπεραστούν τα προβλήματα και να μπορέσουν να διοικηθούν αποτελεσματικά οι Δήμοι προς όφελος των πολιτών, ήταν αναγκαίο να ληφθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες αφενός δεν θα αλλοίωναν τη εκφρασμένη βούληση των πολιτών όσον αφορά τη σύνθεση των δημοτικών συμβουλίων. Αφετέρου θα έδιναν τη δυνατότητα στην παράταξη και το Δήμαρχο που εκλέχτηκαν δημοκρατικά από το λαό, να μπορέσουν να ασκήσουν διοίκηση.
Η ψήφιση του ν. 4623/2019 ήταν αποτέλεσμα της στενής συνεργασίας της τότε πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών, με τα συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης, την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ.
Με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου νόμου, καταφέραμε το διάστημα που ακολούθησε από την ψήφισή του μέχρι σήμερα, να διοικηθούν οι Δήμοι, χωρίς να αλλοιωθεί η δυνατότητα του δημοκρατικού ελέγχου εντός των δημοτικών Συμβουλίων.
Οι επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, μετά από αίτημα της ΚΕΔΕ αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των αιρετών διοικήσεων των Δήμων, θα διεξαχθούν με ένα άλλο εκλογικό σύστημα, που διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ.
Με βάση τα παραπάνω, σεβόμαστε απόλυτα την καταρχήν απόφαση που εξέδωσε κατά πλειοψηφία το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ, που αφορά τη συνταγματικότητα της μεταφοράς αρμοδιοτήτων από τα δημοτικά συμβούλια στις Οικονομικές και τις Επιτροπές Ποιότητας Ζωής των Δήμων.
Αναμένουμε όμως την οριστική κρίση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα από την Ολομέλεια του ΣτΕ, πιστεύοντας πως αυτό που πρέπει να διασφαλιστεί με την απόφασή του είναι να μην ταλαιπωρούνται οι πολίτες και να προστατευτεί το Συνταγματικό Δικαίωμα των αιρετών Διοικήσεων των Δήμων, να μπορούν να ασκούν Διοίκηση.
Τέλος, εκφράζουμε την πεποίθησή μας πως δεν πρέπει η απόφαση ενός τμήματος του ΣτΕ να «θολώσει» το μήνυμα πως είναι αναγκαίο να προχωρήσουν με ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς και αποφασιστικότητα, οι μεταρρυθμίσεις στο μοντέλο λειτουργίας του κράτους και της αυτοδιοίκησης.
Τώρα αποτελεί περισσότερο από ποτέ επιτακτικότερη ανάγκη να γίνουν πράξη οι θεσμικές παρεμβάσεις που ως Αυτοδιοίκηση Α’ Βαθμού έχουμε προτείνει, οι οποίες θα επανακαθορίσουν τα όρια ευθυνών και αρμοδιοτήτων μεταξύ των βαθμών διοίκησης του κράτους, θα προωθήσουν την αποκέντρωση και θα διασφαλίσουν την οικονομική αυτοτέλεια κι ανεξαρτησία των Δήμων ώστε να μπορούν να ασκούν τις αρμοδιότητες τους.
Αυτός είναι ο μόνος σίγουρος κι ασφαλής δρόμος, για να είμαστε περισσότερο αποτελεσματικοί και χρήσιμοι στους πολίτες των τοπικών μας κοινωνιών και τη χώρα».