του Ανδρέα Κωνσταντάτου
Τα αιτήματα της ΓΣΕΕ της ΑΔΕΔΥ για αυξήσεις μισθών, για μέτρα αντιμετώπισης του κύματος της ακρίβειας και μείωση φόρων, ακουμπούν τώρα στις ανησυχίες και τους υπαρκτούς φόβους των εργαζομένων για το οικονομικό παρόν και μέλλον τους. Αδιαφορούν όμως οι πολίτες, πλήρως για τα υπόλοιπα αιτήματα τους, που έχουν να κάνουν με τις υπαρξιακές ανησυχίες μονημάδων συνδικαλιστών, που προσπαθούν να επιβιώσουν ως εργατοπατέρες αλλά και με την εκμετάλλευση των αναγκών τους από λαϊκιστές πολιτικούς…
Ο αρχικός φόβος της κοινωνίας πως ο πόλεμος που ξέσπασε στην ευρύτερη γειτονιά μας, μπορεί να γενικευθεί ή να υπάρξουν ακόμα και πυρηνικά χτυπήματα, όπως είχε απειλήσει έμμεσα η Ρωσία, άρχισε να υποχωρεί μπροστά στα προβλήματα επιβίωσης, που δημιούργησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Μετά από σαράντα μέρες πολέμου, τους πολίτες απασχολούν πια οι τιμές των καυσίμων, των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, των τροφίμων κι όχι ποιες περιοχές κατέλαβε ο ρωσικός στρατός ή ανακατέλαβαν οι ουκρανοί. Η αναζήτηση του πιο φθηνού πρατηρίου βενζίνης, των προσφορών στα σούπερ μάρκετ, της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος στα σπίτια, αποτελούν προτεραιότητα και όχι οι μάχες στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα σε όλη την Ευρώπη, όχι μόνο στην Ελλάδα. Οι ευρωπαίοι αισθάνονται πιεσμένοι οικονομικά από έναν πόλεμο που δεν προκάλεσαν, δεν τον ήθελαν, αλλά που δεν μπορούν να αποφύγουν και τις επιπτώσεις του.
Η πλειοψηφία τους, όμως, γνωρίζει πως πρόκειται για πόλεμο που έχει να κάνει και με τη δική τους ασφάλεια και με τη διαφύλαξη του δικού τους τρόπου ζωής και της ευημερία τους. Πιστεύουν πως είναι ένας πόλεμος της Δημοκρατίας, απέναντι στην ολιγαρχία, τον αυταρχισμό και την καλυμμένη δικτατορία.
Για αυτό αρχικά και τάχθηκαν δίπλα στις κυβερνήσεις τους. Όσο όμως ο πόλεμος παρατείνεται και τα οικονομικά προβλήματα μεγεθύνονται, τόσο οι κοινωνίες γίνονται πιο ευάλωτες στα λαϊκίστικα αριστερά και ακροδεξιά κόμματα. Το είδαμε στην Ουγγαρία του Όρμπαν και τώρα γίνεται πιο εμφανές στη Γαλλία που τα ποσοστά της Λεπέν – παλιά φίλη του Πούτιν από τον οποίο δανείστηκε για το κόμμα 9,5 εκατομμύρια δολάρια- αυξάνονται , ενώ του Μακρόν περιορίζονται.
Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Ο λαϊκισμός υποβάλει υποδόρια το ερώτημα, γιατί θα πρέπει να υποστούμε τόσες θυσίες για την Ουκρανία; Μήπως θα έπρεπε να είμαστε πιο φιλικοί με τη Ρωσία, να έχουμε το φθηνό μας πετρέλαιο και το φυσικό μας αέριο;
Η απάντηση είναι σαφής. Ανήκουμε σε διαφορετικό κόσμο από τη Ρωσία, είμαστε με την ψήφο μας στη Δύση, με τα προβλήματα της αλλά και με την ελευθερία της.
Είμαστε σε μια συμμαχία που έχει βγει νικήτρια σε δύο παγκόσμιους πολέμους και σ έναν ψυχρό πόλεμο. Και επειδή είμαστε στο πλευρό των συμμάχων το Β Παγκόσμιο Πόλεμο πήραμε τα Δωδεκάνησα, παρά τις αντιρρήσεις της τότε Σοβιετικής Ένωσης και του συντρόφου Μολότοφ, που επέβαλε την αποστρατικοποίηση τους, για να πει τελικά το “ναι”. Και είμαστε με εκείνη την πλευρά που έχει το δίκιο, γιατί απλά δεν θέλουμε να βρεθούμε στη θέση της Ουκρανίας.
Πόσο όμως αυτά τα επιχειρήματα μπορούν να αντέξουν μπροστά στην αύξηση της τιμής του ρεύματος, των καυσίμων και των τροφίμων; Πόσο εν τέλει ανθεκτική είναι η δημοκρατία μας απέναντι στο ρωσόφιλο λαϊκισμό από την ακροδεξιά και την αριστερά;
Στα ερωτήματα μπορούν να δώσουν απαντήσεις οι συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και του ΠΑΜΕ που ο πόλεμος ως αιτία για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών ήταν απών. Προτίμησαν να πουν όχι στις ιδιωτικοποιήσεις και ναι στις κρατικοποιήσεις, παρά να πουν ένα δυνατό “νιετ” στον πόλεμο και τον Πούτιν.
Πηγή: afteroffice.gr